Τῇ Ζ’ (7ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ΣΕΡΓΙΟΥ καὶ ΒΑΚΧΟΥ.

Ὅθεν ἔκριναν δίκαιον νὰ φανερώσουν τὴν εὐσέβειαν, καὶ οὕτω Θεὸν μὲν ἀληθῆ τὸν Χριστὸν ὡμολόγησαν, τὰ δὲ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἐμυκτήρισαν, ἄψυχα καλοῦντες αὐτὰ καὶ ἀναίσθητα καὶ πάσης ἄλλης ὕβρεως ἄξια. Ἔπειτα πρὸς τὸν βασιλέα μὲ παρρησίαν ταῦτα ἐλάλησαν· «Μόνον εἰς τὴν ἐπίγειον ταύτην στρατείαν εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ σὲ ὑπηρετοῦμεν ὡς δοῦλοι εὐγνώμονες, ὦ βασιλεῦ! κωφοὺς ὅμως καὶ ἀναισθήτους θεοὺς μὴ γένοιτο νὰ προσκυνήσωμεν πώποτε, ἢ μικρὸν νὰ ἀποχωρήσωμεν ἀπὸ τὸν ἀληθῆ καὶ παντέλειον Θεόν, κἂν μὲ σίδηρα καὶ πῦρ καταναλώσῃς τὰς σάρκας μας· διότι δὲν εἶναι ἄλλο μακαριώτερον ὅσον νὰ πάθῃ τις διὰ τὴν εὐσέβειαν».

Ἀκούσας ταῦτα ὁ βασιλεὺς προστάσσει νὰ τοὺς ἀφαιρέσουν εὐθὺς τὰς ζώνας καὶ τὰ ἄλλα τοῦ βαθμοῦ των διάσημα, νὰ τοὺς ἐνδύσουν δὲ μὲ γυναικείαν στολὴν καὶ νὰ βάλουν σιδηροῦς κλοιοὺς εἰς τὸν τράχηλον αὐτῶν, οὕτω δὲ νὰ τοὺς περιφέρουν εἰς ὅλην τὴν πόλιν πρὸς χλεύην αὐτῶν. Οἱ δὲ μακάριοι Μάρτυρες ἐπήγαιναν χαίροντες, καὶ δὲν ἐντρέποντο πομπευόμενοι, ἀλλὰ μᾶλλον ἐσεμνύνοντο διὰ Χριστὸν ἐμπαιζόμενοι καὶ προσηύχοντο λέγοντες· «Ἐνέδυσας ἡμᾶς ἱμάτιον σωτηρίου, Κύριε, καὶ χιτῶνα εὐφροσύνης ἡμᾶς περιέβαλες». Ἀφοῦ δὲ ἔστρεψεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὸ παλάτιον, τοῦ ἔφεραν πάλιν ἐκεῖ τοὺς Ἁγίους, καὶ τοὺς λέγει μὲ πολλὴν ἡμερότητα· «Εὐλαβηθῆτε τὴν φιλίαν τὴν ὁποίαν ἔχομεν, καὶ μὴ φανῆτε πρὸς τὴν ἀγάπην καὶ τὴν τιμὴν ποὺ σᾶς ἔδειξα ἀγνώμονες, προσκυνοῦντες Θεὸν νεώτερον. Ἴδετε τὴν καλωσύνην μου, ὅτι ἠμπορῶ νὰ σᾶς δώσω δεινὰ κολαστήρια καὶ νὰ σᾶς ἀναγκάσω νὰ κάμετε καὶ χωρὶς τὴν θέλησίν σας τὸν λόγον μου, ἀλλὰ τὴν φιλίαν μας εὐλαβοῦμαι, καὶ δὲν θέλω νὰ φανῶ σκληρὸς πρὸς ὑμᾶς, ἕως ὅτου σᾶς πείσω μὲ τὸ καλόν, νὰ μοῦ ὑπακούσετε».

Οἱ δὲ Ἅγιοι χαριέντως καὶ ταπεινῶς ἀπεκρίθησαν· «Φανερὸν εἶναι, φιλανθρωπότατε βασιλεῦ, ὅτι ἡμεῖς δὲν ἐφάνημεν πρὸς τὰς τιμὰς καὶ εὐεργεσίας ἀχάριστοι, ἀλλὰ καὶ δεσπότην μας σὲ γινώσκομεν, καὶ μεγάλην ἐπιμέλειαν ἐδείξαμεν ἕως τὴν σήμερον εἰς ὅλα τὰ προστάγματά σου, δὲν ἠμελήσαμεν δὲ ποσῶς εἰς ὃσα ἔπρεπε νὰ κάμωμεν κατὰ τὴν ἀξίαν τὴν ὁποίαν μᾶς ἔδωσες· ἀλλὰ τώρα ὅπου μᾶς ἀναγκάζεις νὰ ἀρνηθῶμεν τὴν φιλίαν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν ἰδικήν σου, δὲν ὑπακούομεν· μάλιστα ἀνοησία σου μεγάλη εἶναι νὰ μᾶς συμβουλεύῃς τοιαῦτα ἀνόσια καὶ σὺ μᾶλλον φαίνεσαι πρὸς τὸν εὐεργέτην Θεὸν ἀχάριστος, ὅστις σοῦ ἔδωκε τὴν ζωὴν καὶ αὐτὸ τὸ βασίλειον,


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ σχολὴ τῶν Κιντιλίων ἦτο στρατιωτικὴ σχολὴ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, εἰς τὴν ὁποίαν οἱ φοιτῶντες ἐξεπαιδεύοντο στρατιωτικῶς. Εἶναι δὲ ἡ λέξις Κιντιλίων λατινικὴ γινομένη ἀπὸ τῆς λέξεως quintus (κίντος), ἡ ὁποία σημαίνει πέμπτος. Λατινικῆς ἐπίσης προελεύσεως εἶναι αἱ λέξεις πριμικήριος καὶ σεκουνδικήριος καὶ σημαίνουν ἡ μὲν πρώτη ἀρχηγὸς ἢ πρῶτος ἢ κορυφαῖος, ἡ δὲ δευτέρα ὑπαρχηγὸς ἤτοι δεύτερος· ἦσαν δηλαδὴ ὁ μὲν Σέργιος ἀρχηγὸς τῆς σχολῆς αὐτῆς ὁ δὲ Βάκχος ὑπαρχηγὸς αὐτῆς.

[2] «Πάροικος ἐγώ εἰμι ἐν τῇ γῇ» (Ψαλμ. ληʹ 13 καὶ ριηʹ 19). «Οἴμοι ὅτι ἡ παροικία μου ἐμακρύνθη» (Ψαλμ. ριθʹ 5).

[3] Ἡ Βαρβαλισσὸς ἦτο πόλις τῆς Συρίας, εἰς τὴν δεξιὰν ὄχθην τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ, ἔχουσα φρούριον, ἀνανεωθὲν ὑπὸ τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Ἡ θέσις καλεῖται σήμερον Βαλίς.

[4] «Ἐξ ἑτοίμου κατοικητηρίου αὐτοῦ ἐπέβλεψεν» (Ψαλμ. λβʹ 14).