Ὁ δὲ θεῖος Κυπριανὸς ξεσχιζόμενος εἰς τὸ πρόσωπον, τοσοῦτον γενναῖος καὶ μεγαλόφρων ἵστατο καὶ μετὰ τοιαύτης ἀνδρείας καὶ μακαριότητος ὡμίλει, ὥστε οἱ περιεστῶτες ἐκ τοῦ σκότους τῆς ἀπιστίας ἐφωτίζοντο εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Διότι μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔλεγε πρὸς τὸν κόμητα· «Ἀνόητε καὶ ἀνάξιε τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, διὰ τὴν ὁποίαν ἐγὼ ἐπιθυμῶ νὰ πάσχω, διατὶ δὲν βλέπεις τὸ ἀληθινὸν φῶς, νὰ ἀφήσῃς τὸ σκότος;». Πρὸς ταῦτα ὁ κόμης λυπούμενος περισσότερον εἶπεν· «Ἐπειδὴ κέρδος νομίζεις τὰς βασάνους, ἐγὼ θὰ σοῦ τὰς πολλαπλασιάσω, διὰ νὰ μὲ εὐγνωμονῇς περισσότερον»· καὶ τότε μὲν προσέταξε νὰ φυλακίσωσι τὸν Κυπριανόν, τὴν δὲ Ἰουστῖναν ἐγκλείσωσιν εἰς τὸ φροντιστήριον τὸ λεγόμενον τῆς Τερεντίνης.
Μετὰ δὲ ὀλίγας ἡμέρας, φέροντες τοὺς Ἁγίους εἰς δευτέραν ἐξέτασιν, τοὺς ἔλεγε μὲ ἡμερότητα· «Μὴ θελήσετε νὰ πιστεύσετε ἄνθρωπον νεκρὸν καὶ νὰ θυσιάσετε τὴν ζωήν σας δι’ ἐκεῖνον, ὅστις δὲν ἠδυνήθη νὰ φυλάξῃ οὔτε τὴν ἰδικήν του». Οἱ Ἅγιοι τοῦ εἶπον· «Δὲν γνωρίζεις, ὅτι ἄνευ θανάτου δὲν ἔρχεται ἡ ἀθανασία; Δὲν ἐννοεῖς τὸ μυστήριον ἐκείνου, ὅστις μὲ τὴν τριήμερον ταφὴν ἐνίκησε τὸν θάνατον; Ἀλλὰ σὺ ἀληθῶς εἶσαι τυφλὸς καὶ παχὺς κατὰ τὸν νοῦν εἰς τὰ μεγάλα καὶ καλά· διὰ τοῦτο καὶ βλέπων δὲν βλέπεις, καὶ ἀνόητος ὢν δὲν θέλεις νὰ ἐννοήσῃς». Πρὸς ταῦτα ὁ κόμης ὀργισθείς, προσέταξε νὰ καυθῇ δυνατὰ τηγάνιον καὶ νὰ βάλουν εἰς αὐτὸ τοὺς Ἁγίους. Πρῶτος λοιπὸν ὁ θεῖος Κυπριανὸς ἀνδρείως ἐπήδησεν ἐντὸς αὐτοῦ, βλέπων δὲ τὴν Ἰουστῖναν δειλιῶσαν καὶ γνωρίζων αὐτὴν ἀπὸ τὸ ἀργὸν περιπάτημα τὴν ἐνεδυνάμωνε διὰ τῶν λόγων του καὶ τῆς ἐνεθύμιζε τὰ πρότερα κατορθώματα, καὶ πῶς ἐνίκησε τοὺς δαίμονας καὶ αὐτὸν ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν ἠλευθέρωσεν.
Μὲ τοιούτους λόγους ἐνθαρρύνας τὴν Ἰουστῖναν, καὶ μὲ τὸν τύπον τοῦ Σταυροῦ στερεωθέντες, ἔπεσον ἀμφότεροι οἱ Ἅγιοι ἡσύχως ἐπάνω εἰς τὴν φλόγα τοῦ σιδήρου, ὡς εἰς δρόσον θαυμάσιον. Θαυμάζων δὲ ὁ κριτής, ἔλεγε τὴν ὑπόθεσιν μαγείαν. Ἀθανάσιος δέ τις, συγκάθεδρος καὶ φίλος τοῦ κριτοῦ, εἶπεν· «Ἐγὼ νὰ ἐλέγξω τὴν ἀδυναμίαν τοῦ Χριστοῦ σας». Καὶ εὐθὺς προσευξάμενος εἰς τὸν Δία καὶ τὸν Ἀσκληπιὸν νὰ τὸν βοηθήσωσιν, ἐπήδησεν εἰς τὸ πῦρ. Δὲν ἐπρόφθασεν ὅμως ὁ ἀνόητος νὰ ἐγγίσῃ εἰς αὐτό, καὶ εὐθὺς ἐστερήθη τῆς ζωῆς, λαβὼν τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν τῆς ἀγνωσίας του. Οἱ δὲ Ἅγιοι διαμένοντες ἐπὶ πολὺ εἰς τὸ φοβερὸν ἐκεῖνο τηγάνιον, ἦσαν ἐπὶ πολλὰς ὥρας ἀβλαβεῖς καὶ λαμπρυνόμενοι.