«Ἀφοῦ μᾶς ἀνέγνωσαν τοὺς στίχους, προσέταξεν ὁ βασιλεὺς νὰ μᾶς βάλουν εἰς τὸ πραιτώριον καὶ λαβόντες ἡμᾶς ἐξέβαλον ἀπὸ τὸ παλάτιον, καὶ εἰς ὀλίγον διάστημα πάλιν μᾶς ἐπέστρεψαν εἰς τὸν βασιλέα, καὶ μᾶς λέγει· «Σεῖς θέλετε νὰ καυχᾶσθε, ὅταν ὑπάγετε εἰς τὸν τόπον σας, ὅτι μὲ περιεπαίξατε, διὰ τοῦτο πρέπει νὰ σᾶς ἐμπαίξω καὶ ἐγὼ πρότερον». Ταῦτα λέγων αὐτός, μᾶς ἐξέδυσαν, καὶ ἔδειραν πρῶτον ἐμὲ εἰς τὴν ράχιν καὶ εἰς τὸ στῆθος ἀνηλεῶς, διότι ὁ τύραννος τοὺς ὥρκιζε νὰ μὲ τύπτωσι δυνατὰ καὶ ἄσπλαγχνα· ἐγὼ δὲ ὥραν πολλὴν μαστιγούμενος, ἐφώναζα λέγων· «Δὲν ἐπταίσαμεν εἰς τὴν βασιλείαν σου»· καὶ πάλιν· «Κύριε ἐλέησον», καὶ πάλιν· «Κύριε ἐλέησον, καὶ Ἁγία Θεοτόκε, βοήθησον». Ἔπειτα ἔδερναν καὶ τὸν ἀδελφόν μου Θεοφάνην, ὅστις ὁμοίως προσηύχετο ἐπικαλούμενος τὴν θείαν βοήθειαν. Ἀφοῦ λοιπὸν μᾶς ἔδειραν ὅσον ἤθελον, μᾶς ἔβαλον τὸ ἑσπέρας εἰς τὸ πραιτώριον· καὶ μετὰ ἡμέρας τέσσαρας ἔφεραν ἡμᾶς εἰς τὸν ἔπαρχον, ὅστις ἠπείλει νὰ μᾶς δώσῃ φρικτὰ κολαστήρια, ἔπειτα νὰ χαράξῃ τοὺς δώδεκα (12) στίχους εἰς τὰς ὄψεις μας καὶ νὰ μᾶς παραδώσῃ εἰς τοὺς Σαρακηνοὺς κατὰ τὸ βασιλικὸν πρόσταγμα. Ἡμεῖς δὲ τοῦ ἀποκρινόμεθα ὅτι εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ ὑπομείνωμεν μυρίους θανάτους κάλλιον, παρὰ νὰ συγκοινωνήσωμεν μετ’ αὐτῶν εἰς τὴν αἵρεσιν, κἄν τοὺς ὀφθαλμοὺς μᾶς ἐξορύτωσι, κἂν εἰς τὸ πῦρ μᾶς καύσουν, κἂν εἰς ἄλλην δεινοτέραν μᾶς παραδώσωσι βάσανον».
«Τότε λοιπὸν ἰδόντες τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης ἡμῶν μᾶς ἐσφράγισαν μὲ τὸ πεπυρωμέτον μέταλλον, εἰς τὸ ὁποῖον ἦσαν τυπωμένοι οἱ ἄνωθεν ἴαμβοι, καὶ ἐλάβομεν ὀδύνην ἀνείκαστον ἀπὸ τὸ δεινὸν ἐκεῖνο μηχάνημα, διότι εἴμεθα πρησμένοι καὶ πονεμένοι ἀπὸ τοὺς προηγουμένους δαρμοὺς καὶ τὰς μάστιγας. Μᾶς ἐβασάνιζον δὲ ἕως οὗ ἐνύκτωσε καὶ ἔπαυσαν· τότε δὲ εἴπομεν πρὸς τὸν ἔπαρχον· «Γίνωσκε βέβαια, ὅτι ὅταν ὑπάγωμεν εἰς τὸν Παράδεισον καὶ μᾶς ἴδωσι τὰ Χερουβίμ, θέλουν εὐλαβηθῆ τὰς ὄψεις μας, καὶ θὰ μᾶς κάμουν τόπον νὰ εἰσέλθωμεν εὐφραινόμενοι, ἐπειδὴ ἄλλος τις ποτὲ δὲν ἠξιώθη ὡς ἡμεῖς νὰ χαράξουν διὰ τὸ Δεσπότην Χριστὸν τὴν ὄψιν του». Ἡμεῖς μὲν ἐδηλώσαμεν μόνον τὰ ἀναγκαιότερα, τὰ δὲ λοιπά, ὅσα συνέβησαν, ἄλλοι ἂς τὰ διηγοῦνται σαφέστερα, ἐπειδὴ δὲν μᾶς ἐπόμπευσαν εἰς τόπον ἀπόκρυφον, ἀλλὰ φανερὰ εἰς τὸ θέατρον, καὶ μᾶς ἔβλεπον ἅπαντες, οἱ ὁποῖοι ἂς μαρτυρήσουν τὰ ἐπίλοιπα».