Εἰς τοσαύτην λοιπὸν ἀρετὴν τοῦ γλυκυτάτου Γαλακτίωνος ἀγωνιζομένου, ὠργίσθη ὁ μισάνθρωπος διάβολος καὶ μὴ ἔχων πῶς ἄλλως νὰ τὸν βλάψῃ, ἠρέθισεν εἰς ὀργὴν τὸν βασιλέα καὶ τὸν ἐσκλήρυνε σφόδρα κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Ἀκούσας λοιπὸν ἐκεῖνος ἀπό τινας ἀσεβεῖς, ὅτι εἰς τὸ Σίναιον ὄρος ἦσαν τινές, οἱ ὁποῖοι ὑβρίζουν τοὺς θεούς του, προσκυνοῦντες τὸν Ἐσταυρωμένον, ἐξεμάνη καὶ ἔστειλε στρατιώτας εἰς τὸ ὄρος αὐτὸ διὰ νὰ τοῦ φέρουν δεδεμένους ὅσους Χριστιανοὺς εὕρωσιν ἐκεῖ. Κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας εἶδε πάλιν ἡ Ἐπιστήμη, ἐκεῖ εἰς τὴν ἄσκησιν, ὅραμα, ὅτι ἐπῆγαν ὁμοῦ μὲ τὸν Γαλακτίωνα εἰς παλάτιον καὶ ἔβαλον ἑκάστου εἰς τὴν κεφαλὴν πολυτίμητον στέφανον. Τὸ πρωῒ ἐφανέρωσεν εἰς τὴν οἰκονόμον τῆς Μονῆς ἐκείνης τὸ ὅραμα, ἥτις τῆς εἶπε τὴν ἐξήγησιν, διότι ἦτο φανερά, ἤτοι ὅτι τοὺς προσεκάλει ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων εἰς τὸ μαρτύριον, νὰ τοὺς ἀνταμείψῃ μὲ ἀμάραντον στέφανον. Ἐλθόντες λοιπὸν εἰς τὸ ὄρος οἱ στρατιῶται, συνέλαβον μόνον Μοναχούς, ἤτοι τὸν Γαλακτίωνα καὶ ἄλλον ἕνα, οἱ δὲ ἐπίλοιποι ἔφυγον.
Τοῦτο μαθοῦσα ἡ Ἐπιστήμη ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας τῆς Διακόνου καὶ τὴν παρεκάλει νὰ τῆς συγχωρήσῃ νὰ ἀκολουθήσῃ τον Γαλακτίωνα, διὰ νὰ τοῦ γίνῃ συνοδοιπόρος καὶ σύντροφος εἰς ὅσας θλίψεις καὶ κολαστήρια τοῦ συμβαίνωσι καὶ ἐὰν τὸν δικάσωσιν εἰς θάνατον δεινὸν νὰ λάβῃ καὶ αὐτὴ μετὰ χαρᾶς μετ’ αὐτοῦ τὸ ποθούμενον τέλος, καθὼς συνεφώνησαν νὰ ἔχουν μίαν γνώμην κατὰ Θεὸν καὶ μίαν θέλησιν πάντοτε. Ἡ δὲ Διάκονος ἐδοκίμασε πολλὰ νὰ τὴν κρατήσῃ, μὴ γινώσκουσα τὴν ἔκβασιν τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ δὲν ἔστερξεν ἡ θαυμασία καὶ πάνσοφος αὕτη κόρη. Ὅθεν βλέπουσα ἡ Διάκονος τὸν μεγάλον αὐτῆς πόθον, τὴν ἐσυγχώρησε νὰ ἀπέλθῃ, ἡ δὲ ἀπεχαιρέτησεν αὐτὴν καὶ τρέχουσα προφθάνει τὸν Γαλακτίωνα καὶ λέγει ταῦτα πρὸς αὐτὸν δακρύουσα· «Κύριέ μου καὶ ὁδηγὲ τῆς σωτηρίας μου, ἐνθυμήσου τὴν συμφωνίαν μας καὶ μὴ μὲ παραιτήσῃς τὴν δούλην σου, ἀλλὰ καθὼς εἴμεθα ὁμόγνωμοι εἰς τὴν ζωὴν καὶ ὁμόψυχοι, οὕτως εἶναι πρέπον καὶ νὰ μαρτυρήσωμεν ὁμοῦ διὰ τὸν Σωτῆρα μας, διὰ νὰ μείνωμεν καὶ μετὰ θάνατον ἀθάνατοι, εἰς μίαν δόξαν καὶ ἀγαλλίασιν, ἵνα μὴ χωρισθῶμεν οὐδέποτε». Ταῦτα οἱ ὑπηρέται τῆς ἀσεβείας ἀκούσαντες, ἔδεσαν καὶ αὐτὴν καὶ τὴν ἐπήγαιναν μὲ τὸν Ἅγιον, ὁ ὁποῖος εἰς ὅλον τὸν δρόμον τὴν ἐνουθέτει καὶ τῆς ἔλεγε νὰ ἵσταται ἀνδρείως, νὰ μὴ δειλιάσῃ προσωρινὰ κολαστήρια καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἁρμόδια κατ’ ἐκείνην τὴν περίστασιν.