Ὅθεν τὸν παρεκίνησε νὰ μὴ ἀργήσῃ νὰ λάβῃ τὸ θεῖον χάρισμα. Ἐλθὼν λοιπὸν καὶ πάλιν ὁ σοφὸς Ὀνούφριος ἐβάπτισε καὶ αὐτόν, καὶ τὸν ἐδίδαξε τὰ ἀπόρρητα τῆς εὐσεβείας μυστήρια. Πληρωθέντος δὲ τοῦ χρόνου ἐγέννησεν ἡ Λευκίππη παιδίον ἀρσενικόν, καὶ δι’ ἀγάπην τοῦ διδασκάλου των τὸ ἐπωνόμασαν Ὀνούφριον, ἀλλὰ ὅταν τὸ ἐβάπτισεν ἐκεῖνος τὸ ὠνόμασε Γαλακτίωνα, καὶ ἡ κλῆσις προφητεία τοῦ ἔγινεν, διότι ὡς καθαρὸς καὶ εὐγενὴς ἀπὸ εὐγενεῖς γονεῖς γεννηθείς, ἐφύλαξε μέχρις αἵματος τὴν πίστιν καθαρὰν καὶ ἀμόλυντον. Ὅσον δὲ ὁ νέος ἐτρέφετο, τόσον ἐπλήθυνεν ἐκ φύσεως καὶ ἡ γνῶσις του καὶ τόσα γράμματα ἔμαθεν εἰς ὀλίγα ἔτη, ὥστε ὑπερέβη καὶ τοὺς διδασκάλους του.
Ὅταν ὁ Γαλακτίων ἔγινεν ἐτῶν εἴκοσι τεσσάρων, εἶχεν ὁ πατήρ του μεγάλην φροντίδα νὰ τὸν ὑπανδρεύσῃ, ἐπειδὴ ἡ μακαρία Λευκίππη ἦτο ἀποθαμμένη πρότερον· ἔτυχε λοιπὸν παρθένος τις ὡραία, εὐγενὴς καὶ περίδοξος, Ἐπιστήμη ὀνόματι, τὴν ὁποίαν ἔδωσαν διὰ γυναῖκα τοῦ Γαλακτίωνος, τὴν ὁποίαν διὰ τῆς βίας ἐδέχθη οὗτος διὰ νὰ μὴ γίνῃ παρήκοος εἰς τὸν πατέρα του, ἀλλὰ δὲν συνεκοινώνησε σαρκικῶς μετ’ αὐτῆς τελείως, διότι ἦτο ἀλλοτρία τῆς τῶν Χριστιανῶν πίστεως. Ὅθεν ἡ κόρη κατὰ πολλὰ ἐθαύμαζε, πῶς δὲν τὴν ἤγγιζε κἄν νὰ τὴν φιλήσῃ κατὰ τὴν τάξιν τοῦ κόσμου ὡς ἀνήρ της καὶ τὸν ἠρώτησε λέγουσα· «Διατί, ἀγαπημένε μου νυμφίε, ἔχεις τοιοῦτον μῖσος κατ’ ἐμοῦ; τί κακὸν σοῦ ἔκαμα καὶ βδελύττεσαι τοσοῦτον τὴν κοινωνίαν μου;». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Ἐὰν σὺ δὲν συγκοινωνήσῃς εἰς τὴν πίστιν μου πρότερον καὶ καθαρισθῇς μὲ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, δὲν συγκοινωνῶ μετὰ σοῦ, διότι ἄπρεπον εἶναι νὰ ἑνωθῇ καθαρὸς μὲ ἀκάθαρτον· λοιπὸν ἐὰν ποθῇς τὴν συμβίωσίν μου, κάμε αὐτὸ τὸ ὁποῖον σὲ συμβουλεύω πρὸς τὸ συμφέρον σου». Ἐδέχθη λοιπὸν ἡ Ἐπιστήμη καὶ τὴν ἐβάπτισεν ὁ ἴδιος ὁ ἄνδρας της, ἐπειδὴ δὲν εἶχον Ἱερέα, ἐὰν δὲ ὑπῆρχε καί τις, διὰ τὸν φόβον ἐκρύπτετο.
Τὴν ὀγδόην ἡμέραν, ἀφ’ ἧς, ἔλαβεν ἡ Ἐπιστήμη τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, εἶδεν εἰς τὸν ὕπνον της ὀπτασίαν θαυμασίαν, ὅτι εὑρέθη εἰς βασιλικὰ παλάτια ὡραῖα, εἰς τὰ ὁποῖα εἶδε τρεῖς χορούς· ὁ εἷς ἦταν, ἄνδρες ἔντιμοι καὶ σεβάσμιοι ἐνδεδυμένοι μαύρην στολὴν κόσμιον, ὁ δεύτερος χορὸς ἦταν, γυναῖκες μὲ στολὴν ὁμοίαν τῶν ἀνδρῶν μέλαιναν, ὁ δὲ τρίτος χορὸς ἦταν, παρθένοι καὶ εἶχον τοσαύτην λάμψιν, ὥστε ἐχαίρετο νὰ βλέπῃ τις τὴν τοσαύτην αὐτῶν λαμπρότητα.