Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ὁ Ἐπίσκοπος Ἄσσου τῆς ἐν τῇ Ἀνατολῇ, ὁ ζήσας ἐν ἔτει ͵αρν’ (1150), ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

τὰ ὁποῖα εἶναι αἰώνια καὶ παντοτεινὰ καὶ ἐκεῖνα μόνον νὰ συλλογίζεται καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, ἐκεῖνα μόνον νὰ μελετᾷ ἀνὰ πᾶσαν ὥραν καὶ ἐκεῖνα μόνον νὰ ἐπιθυμῇ νὰ ἀπολαύσῃ. Τοῦτο δὲ τὸ οὐράνιον πολίτευμα δὲν κατορθώνεται μὲ ἄλλον τρόπον, παρὰ μόνον μὲ τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδὸν τῆς μοναδικῆς ζωῆς. Ὅθεν ἀπαρνησάμενος πατρίδα, γονεῖς, πλοῦτον, κοσμικὴν ματαιότητα καὶ πᾶσαν σαρκὸς ἡδυπάθειαν, ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν μαζὶ μὲ τὸν διδάσκαλόν του, τὸν θαυμαστὸν Ἀγάθωνα, καὶ πηγαίνει χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος εἰς τὴν Ἀνατολήν, εἰς τὸ Ἱερὸν Μοναστήριον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἐκεῖ οἰκοδομημένον ἐκ θεμελίων ὁ θεῖος Ἀγάθων.

Ἐκεῖ λοιπὸν, γενόμενος δόκιμος ὁ Ὅσιος, κατὰ τοὺς κανόνας τῆς μοναδικῆς πολιτείας, κατώκησεν εἰς τὸ ὄρος, τὸ ὁποῖον εἶναι πλησίον τοῦ Μοναστηρίου καὶ κάμνων ἐκεῖ τοὺς τρεῖς χρόνους τῆς δοκιμῆς, ἤσκει μὲ ἀκρίβειαν κάθε εἴδους ἀρετήν. Καταφλεγόμενος ὅμως τὴν καρδίαν ὁ Ὅσιος ἀπὸ θεῖον ἔρωτα, ἐστοχάσθη νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, διὰ νὰ προσκυνήσῃ τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ νὰ ἀπολαύσῃ πνευματικοὺς καὶ ἐναρέτους ἄνδρας, διὰ νὰ διδαχθῇ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκριβέστερον τὰ τῆς μοναδικῆς πολιτείας καὶ νὰ ἐνδυθῇ τὸ Ἅγιον καὶ Ἀγγελικὸν Σχῆμα. Κοινολογήσας λοιπὸν τὸν σκοπόν του εἰς τὸν Ὅσιον Ἀγάθωνα, εὗρε καὶ αὐτὸν σύμφωνον εἰς τὴν γνώμην του. Ὅθεν, χωρὶς ἀναβολήν, ἐξεκίνησε μὲ μεγάλον πόθον διὰ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ φθάσας ἐκεῖ, σὺν Θεῷ προσεκύνησεν εὐλαβῶς τὸν Ἅγιον Τάφον τοῦ Κυρίου καὶ τὰ λοιπὰ σεβάσμια προσκυνήματα. Ἔπειτα ἐπῆγεν εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου καὶ εὑρίσκων ἐκεῖ Ἀσκητὰς θαυμαστοὺς καὶ συνομιλῶν καὶ ἀναστρεφόμενος μετ’ αὐτῶν ἱκανῶς, εἶδε τοὺς ὑπὲρ ἄνθρωπον ἀγῶνάς των, θαυμάζων δὲ ἐδειλίασε καὶ ἐστοχάσθη νὰ μὴ ἀφοσιωθῇ παντελῶς εἰς τὴν τοιαύτην πολιτείαν.

Μεταβὰς λοιπὸν εἴς τινα ἐναρετώτερον καὶ ἐμπειρότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους Πατέρας ἐφανέρωσεν εἰς αὐτὸν ὅλους τοὺς λογισμούς του, ἀκούσας δὲ ἀπὸ ἐκεῖνον τὰ δέοντα, ἀπέρριψεν ἐκ τῆς καρδίας του κάθε δειλίαν. Ἔχων λοιπὸν τὰς ἐλπίδας του εἰς τὸν Κύριον παρέδωκε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν ρηθέντα Γέροντα καὶ γενόμενος ὑποτακτικός του ἐνεδύθη ἀπὸ αὐτὸν τὸ Ἀγγελικὸν Σχῆμα μετονομασθεὶς Γρηγόριος καὶ ἔμενε μαζί του, τρεφόμενος ἀπὸ τὰ χόρτα τῆς ἐρήμου ἐκείνης. Τοὺς κόπους δὲ τοὺς ἀσκητικοὺς καὶ τοὺς ἀγῶνας τοὺς ὁποίους ὑπέμεινεν ἐκεῖ ὁ μακάριος, τὶς εἶναι ἱκανὸς νὰ διηγηθῇ;


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἱερά· ἀρχαία πόλις τῆς Λέσβου. Ἐρείπια αὐτῆς εὑρίσκονται εἰς τὸ βόρειον ἄκρον τῆς δυτικῆς πλευρᾶς τοῦ στομίου τοῦ κόλπου τῆς Γέρας (Ἱερᾶς κόλπος).

[2] Ἄσσος· παράλιος Ἑλληνικὴ πόλις τῆς Μυσίας ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ, ἔναντι τῆς Λέσβου. Ὑπῆρξε πατρὶς τοῦ περιφήμου Στωϊκοῦ φιλοσόφου Κλεάνθους. Τὴν πόλιν ταύτην ἐπεσκέφθη ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος κατὰ τὴν τρίτην αὐτοῦ περιοδείαν (Πράξ. κʹ 13-14). Λόγῳ τῆς γεωγραφικῆς της θέσεως ἐξελίχθη ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων εἰς σπουδαίαν πόλιν, ὡς μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τῶν σῳζομένων εἰσέτι ἐρειπίων σπουδαίων οἰκοδομῶν, φρουρίου, τάφων, πυλώνων κ.λ.π. Ἐπὶ τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς ἦτο ἕδρα Ἐπισκοπῆς ὑποκειμένης εἰς τὴν Μητρόπολιν Ἐφέσου. Σήμερον εἰς τὴν θέσιν αὐτῆς εὑρίσκεται τὸ μικρὸν τουρκικὸν χωρίον Μπεχράμ.

[3] Ἐννοεῖται τὸ στενὸν τῆς θαλάσσης, τὸ ὁποῖον χωρίζει τὴν Λέσβον ἀπὸ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.