ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν κατήγετο ἀπὸ τὴν νῆσον Μυτιλήνην, ἐκ χωρίου τινὸς εὑρισκομένου πρὸς τὴν Ἱεράν [1], ὀνομαζομένου Ἀκόρνη. Εἶχε δὲ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐναρέτους, Γεώργιον καὶ Μαρίαν καλουμένους, οἵτινες παρεκάλουν τὸν Θεὸν μετὰ δακρύων νὰ τοὺς δώσῃ τέκνον. Εἰσακούσας λοιπὸν ὁ Θεὸς τὴν δέησίν των, ἐχάρισεν εἰς αὐτοὺς τοῦτον τὸν θεῖον Γρηγόριον, τὸν ὁποῖον βαπτίσαντες ὠνόμασαν Γεώργιον, καθὼς καὶ τὸν πατέρα του, τὸν ἀνέτρεφον δὲ μὲ μεγάλην ἐπιμέλειαν μανθάνοντες εἰς αὐτὸν τὰ θεῖα καὶ ἱερὰ γράμματα.
Ἐπειδὴ ὅμως κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὑπῆρχε προσταγὴ βασιλική, ὅπως τὰ τέκνα τῶν ἀρχόντων τῆς νήσου ἀποστέλλωνται εἰς τὰ βασίλεια, εἰς τὰ ὁποῖα καὶ θὰ παραμένουν ἐπὶ τρία ἔτη, ὑπὸ φύλαξιν, ὡς ὅμηροι διὰ τὴν πιστὴν ἐκτέλεσιν τῶν βασιλικῶν προσταγμάτων ὑπὸ τῶν γονέων των, κατόπιν δέ, ὅταν ἐπιστρέφουν αὐτὰ εἰς τὴν πατρίδα των, νὰ στέλλωνται ἀντ’ αὐτῶν ἄλλα, διὰ τοῦτο καὶ ὁ καλὸς οὗτος Γεώργιος, δεκατεσσάρων ἐτῶν τότε, ἐστάλη ὁμοῦ μετὰ τῶν ἄλλων παιδίων εἰς τὰ βασίλεια. Ἦτο δὲ τότε βασιλεὺς ὁ Μανουὴλ Α’ ὁ Κομνηνὸς (1143-1180). Εὑρισκόμενος λοιπὸν ἐκεῖ ὁ νέος Γεώργιος, κατὰ τοὺς τρεῖς χρόνους ἐκείνους, δὲν ἐπεδόθη εἰς μάταια πράγματα, ὡς τὰ ἄλλα παιδία, οὔτε εἰς παιγνίδια ἀπρεπῆ καὶ εἰς σαρκικὰς ἀπολαύσεις, ὡς ψυχοβλαβεῖς, οὔτε τὸ σῶμα του ἀνέπαυε παντελῶς ὁ μακάριος, ἀλλὰ ἐδουλαγώγει καὶ ἐταλαιπώρει αὐτὸ μὲ νηστείας καὶ σκληραγωγίας, κατεγίνετο δὲ εἰς τὴν μάθησιν τῶν ἐπιστημῶν. Μὲ τὴν ἐπιμέλειαν λοιπὸν καὶ τὴν πολλὴν σπουδήν του ἐκαρπώθη ἀρκετὰ ἀπὸ ὅλας τὰς ἐπιστήμας, ἔχων διδάσκαλον τὸν μέγαν καὶ ἁγιώτατον Ἀγάθωνα. Ὄχι δὲ μόνον ἐπεδίδετο εἰς τὰ μαθήματα, ἀλλὰ περισσότερον ἐπεμελεῖτο νὰ ἀποκτήσῃ ὅλας τὰς ἀρετάς. Ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ σιτηρέσιον, τὸ ὁποῖον ἔπαιρνε καθ’ ἑκάστην ἑβδομάδα πρὸς διατροφήν, τὸ ἐμοίραζεν εἰς τοὺς πτωχούς, αὐτὸς δὲ ἔτρωγε μόνον ὅσον ἐχρειάζετο διὰ νὰ διατηρῆται ἡ ψυχὴ εἰς τὸ σῶμα.
Ὅταν λοιπὸν ἔφθασεν ὁ ὡρισμένος καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον ἔπρεπε νὰ ἐπιστρέψουν τὰ παιδία εἰς τὴν πατρίδα των, τὰ μὲν ἄλλα ἡτοιμάζοντο νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τοὺς γονεῖς των, ὁ δὲ ἀξιέπαινος Γεώργιος, ἀναλογιζόμενος τὸ ἀκατάστατον τοῦ κόσμου, τὴν ματαιότητα τῶν προσκαίρων πραγμάτων καὶ τὰς ταραχὰς καὶ φροντίδας των, ἐπροτίμησε πανσόφως τὴν ἥσυχον καὶ ἀτάραχον ζωήν, διὰ νὰ εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ τὰς μερίμνας τοῦ κόσμου καὶ νὰ προσέχῃ ὅλως δι’ ὅλου εἰς τὰ οὐράνια ἀγαθά,