Τῇ Λ’ (30ῇ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ Συγγραφέως τῆς Κλίμακος.

Ἐκεῖ διέτριψεν ὁ Ὅσιος χρόνους τεσσαράκοντα χωρὶς νὰ παραμελήσῃ οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν τὸν σκοπόν του, ἐπειδὴ ἤναπτε πάντοτε ἡ καρδία του ἐκ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ τίς ὑπάρχει ἱκανὸς νὰ πληροφορήσῃ μὲ τὴν διήγησιν τοὺς κόπους του, τοὺς ὑπὲρ φύσιν ἀγῶνάς του καὶ τὰ μεγάλα ἔργα ὅπου ἐτέλεσεν ἐκεῖ μὲ ἄκραν ὑπομονὴν καὶ γενναιότητα καὶ ὅλως δὲ κρυφίως ἄνευ μάρτυρός τινσς; Ὅμως ἀπό τινων φανερῶν πραγμάτων, ἂς ἀρχίσωμεν νὰ ἀποκαλύψωμεν ἐλάχιστα τὴν πανοσίαν καὶ ἀσκητικὴν ζωὴν τούτου τοῦ τρισμάκαρος.

Οὗτος ὁ τρισόσιος ἔτρωγε μὲν ἐκ πασῶν τῶν τροφῶν, ὅσας συγχωρεῖ ὁ τύπος καὶ ἡ μοναχικὴ διάταξις· ὅμως ἔτρωγε πολὺ ὀλίγον, ὅσον μόνον χρειάζεται διὰ νὰ ζῇ καὶ ὄχι νὰ κορέννυται. Τοῦτο δὲ νομίζω, ὅτι ἐποίει σοφώτατα, διὰ νὰ μὴ ἐπαίρεται ὅτι νηστεύει ὁ ἀξιοΰμνητος καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον νὰ καταβάλλῃ καὶ νὰ νικᾷ τὸ κέρας καὶ τὴν δύναμιν τῆς ὑπερηφανείας διὰ νὰ μὴ τοῦ προξενῇ ἐνόχλησιν. Καὶ πάλιν μὲ τὴν ὀλιγίστην βρῶσιν, τὴν ὁποίαν ἔτρωγεν, ἐξέθλιβε καὶ ἐχαλίνου τὴν ἀχόρταστον δέσποιναν, τὴν κοιλίαν, ἥτις κινεῖται ὑπὸ τῆς ὀρέξεως καὶ ζητεῖ νὰ κορέννυται πάντοτε ἀπὸ πολλὰ καὶ ποικίλα βρώματα καὶ οὕτως ἐβόα πρὸς αὐτήν· «Πεφίμωσο, σιώπα καὶ μὴ ζήτει πλείονα». Ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ὅτι ἐκάθητο εἰς τὴν ἔρημον καὶ δὲν εἶχε συναναστροφὴν μὲ εὐειδῆ πρόσωπα, ἀπέσβεσε τὴν φλόγα τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας καὶ κατέστησεν αὐτὴν νὰ ἀποτεφρωθῇ καὶ νὰ κατευνασθῇ τελείως. Ἐξωλόθρευσε δὲ ἀνδρικώτατα, ὁ ἀνδρεῖος, καὶ τὴν φιλαργυρίαν, ἥτις ἐστί, κατὰ τὸν μακάριον Παῦλον, εἰδώλων προσκύνησις, μὲ τὴν ἐλεημοσύνην τὴν ὁποίαν ἔδιδε, καὶ μὲ τὸ ὀλίγον καὶ ἀναγκαῖον πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἐκράτει δι’ ἑαυτόν. Μὲ τὴν ἀδιάλειπτον δὲ τοῦ θανάτου ἐνθύμησιν ἐκέντα ἀείποτε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ τὴν ἐβίαζε νὰ ἀποδιώκῃ τὸν ἀκατάπαυστον θάνατον, τὸν ἐκ τῆς ὀκνηρίας προξενούμενον εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἐξαναγκάζων αὐτὴν νὰ ἀσχολῆται εἰς μόνα τὰ θεῖα ἔργα μὲ πολλὴν σπουδὴν καὶ ταχύτητα.

Ὁμοίως ἔλυσε καὶ ἠφάνισεν ἀπὸ τῆς καρδίας του τὰ δεσμὰ τῆς ψυχοβλαβοῦς ἀγάπης τῶν ὑλικῶν καὶ προσκαίρων πραγμάτων, μὲ τὸν δεσμὸν τῆς παρηγορητικῆς λύπης, τῶν ἀΰλων καὶ αἰωνίων χαρισμάτων. Καὶ μὲ τὴν μάχαιραν τῆς πολυχρονίου ἑαυτοῦ ὑπακοῆς, εἰς τὴν ὁποίαν διέτριψε τοσούτους χρόνους, εἶχεν ἐσφαγμένην τὴν τυραννίδα τοῦ θυμοῦ καὶ πεφονευμένην τελείως τὴν ἐκ τῆς ὀργῆς ἔξαψιν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Βεσελεήλ· περίφημος Ἰσραηλίτης καλλιτέχνης τῆς ἐποχῆς τοῦ Μωυσέως. Οὗτος πεφωτισμένος ὧν ἐκ Θεοῦ κατεσκεύασε θείᾳ προσταγῇ τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῇ σκεύη, ἤτοι τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης, τὴν Λυχνίαν κλπ. (βλέπε Ἔξοδ. λαʹ 2 καὶ ἑπ.).