Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος ΝΙΚΟΛΑΟΥ τοῦ Νέου, τοῦ ἐν Βουνένῃ ξίφει τελειωθέντος.

Ταῦτα καὶ ἕτερα ἐνῷ ἔλεγεν ό Ἅγιος πρὸς ἐνίσχυσιν τῶν ἀδελφῶν, ἔφθασαν καὶ ἐκεῖνοι οἱ αἱμοβόροι, ὡς θηρία ἀνήμερα, συλλαβόντες δὲ τοὺς Ἁγίους, ἐτιμώρουν τούτους ἀνηλεῶς καὶ ἀσπλάγχνως μὲ στρεβλώσεις, ραβδισμοὺς καὶ ἄλλας διαφόρους βασάνους. Ἐκεῖνοι δὲ οἱ μακάριοι ὑπέμενον ἀνδρείως καὶ γενναιότατα ὅσα τοὺς ἔκαμνον. Ἀλλὰ δὲν ἐπρόδωσαν τὴν εὐσέβειάν των. Ὅθεν οἱ βάρβαροι ἀπεκεφάλισαν τούτους. Μὲ τὸν προσωρινὸν δὲ τοῦτον θάνατον, ἐχάρισαν οὗτοι, εἰς τοὺς Ἁγίους τούτους Μάρτυρας, ἀθάνατον ζωὴν καὶ Βασιλείαν οὐράνιον. Τὸν δὲ Ἅγιον ἰδόντες τόσον νέον καὶ ὡραιότατον καὶ ἐννοήσαντες τὴν φρόνησιν καὶ τὴν ἀνδρείαν του δὲν τὸν ἔβλαψαν, ἀλλὰ μὲ λόγους ρᾳδιούργους καὶ κολακείας ὡμίλουν πρὸς αὐτόν, ἐλπίζοντες, οἱ ἀνόητοι καὶ παράφρονες, ὅτι οὕτω θὰ τὸν ἔφερον εἰς τὴν μιαρὰν θρησκείαν των.

Ματαίως ὅμως καὶ ψευδῶς, ἐμελέτησαν. Διότι οὐδὲ κατ’ ἐλάχιστον ἠδυνήθησαν νὰ κλονίσουν τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὴν εὐσέβειαν, ἀλλ’ ἀπεκρίνετο φρονίμως εἰς τὰς κολακείας τὰς ὁποίας ἔκαμνον εἰς αὐτόν, λέγων· «Ἐγὼ δὲν εἶμαι μωρὸν παιδίον, διὰ νὰ ἀπατηθῶ καὶ νὰ ἀρνηθῶ τὸν ἀληθῆ Θεόν, ὅστις μὲ ἔπλασε καὶ νὰ προσκυνήσω εἴδωλα κωφὰ καὶ ἀναίσθητα. Ἀλλὰ καθὼς ἐξ ἀρχῆς ἤμην εὐσεβὴς Ὀρθόδοξος Χριστιανός, οὕτω θέλω παραμείνει ἕως ὅτου παραδώσω τὴν ψυχήν μου εἰς τὰς ἀχράντους χεῖρας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον, ὡς Θεὸν ἀληθινὸν καὶ Σωτῆρά μου, προσκυνῶ, λατρεύω καὶ σέβομαι καὶ διὰ τὴν ἀγάπην Του μεγάλην προθυμίαν αἰσθάνομαι καὶ πόθον νὰ χύσω τὸ αἷμά μου. Τοὺς δὲ ἰδικούς σας θεοὺς καταφρονῶ καὶ ἀτιμάζω, ἐπειδὴ εἶναι λίθοι καὶ ξύλα ἀναίσθητα ἢ ἄλλη τις ὕλη εὐτελὴς καὶ ἄχρηστος.

Οἱ βάρβαροι ὅμως ἐκολάκευον πάλιν τὸν Ἅγιον, λέγοντες· «Νικόλαε, μὴ περιφρονῇς τοιαύτην ἀνδρείαν καὶ ὡραιότητα ματαίως καὶ ἀσκόπως. Διότι ὁ Χριστός σου δὲν θέλει σοῦ δώσει οὐδεμίαν βοήθειαν. Μόνον πρᾶξε αὐτὸ τὸ ὁποῖον σοῦ λέγομεν καὶ γενοῦ συγκοινωνὸς καὶ ὁμόγνωμος μὲ ἡμᾶς, εἰς τὸ νὰ προσκυνήσῃς τοὺς θεούς, ἵνα μὴ στερηθῇς τὴν γλυκυτάτην ταύτην ζωὴν μὲ πολλὰ σκληρὰ βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα μέλλεις νὰ λάβῃς σήμερον παρ’ ἡμῶν, ἐὰν καταφρονήσῃς τοὺς λόγους μας». Ὅμως ὁ Ἅγιος ἀπήντησεν· «Αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἀπειλεῖτε νὰ νοῦ κάμετε ἐπιθυμῶ πολὺ νὰ τὰ δοκιμάσω, διότι, ἐὰν μὲ χωρίσητε ἀπὸ τὴν ματαίαν καὶ πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, προσφέρετε εἰς ἐμὲ Βασιλείαν οὐράνιον καὶ ζωὴν ἀτελεύτητον, ὥστε νὰ συνδοξάζωμαι αἰωνίως μὲ τὸν Χριστόν μου καὶ νὰ ἀπολαμβάνω εἰς τὸν Παράδεισον χαρᾶς ἀκεκλαλήτου, εὐφροσύνης καὶ ἀγαλλιάσεως».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Βουνένη ὑπῆρξεν ἀρχαία πόλις τῆς Θεσσαλίας, ἡ ἀκριβὴ θέσις τῆς ὁποίας δὲν εἶναι γνωστή. Ἐκ διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ἐγγράφων εἶναι γνωστόν ὅτι αὕτη ὑπῆρξεν ἕδρα Ἐπισκοπῆς ὑπὸ τὸν Μητροπολίτην Λαρίσης. Ἠρημώθη ὅμως αὕτη πρὸ τῆς Τουρκοκρατίας, ὡς δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἀπὸ τοῦ ἔτους 1371 οὐδεὶς πλέον λόγος γίνεται περὶ αὐτῆς καὶ τὰ ἴχνη της ἐξηφανίσθησαν.