ΝΙΚΟΛΑΟΣ ὁ νέος, ὁ περιφανὴς καὶ ἀήττητος τοῦ Χριστοῦ στρατιώτης, κατήγετο ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, γεννηθεὶς ἐκ γονέων εὐγενῶν καὶ εὐσεβῶν. Κατὰ δὲ τὴν ψυχὴν ἐδεικνύετο εὐγενέστερος καὶ θαυμασιώτατος, ἐπειδὴ ἀπὸ τρυφερᾶς ἡλικίας ἦτο λίαν συνετὸς καὶ φρόνιμος καὶ δὲν συνανεστρέφετο νέους ἀτάκτους διὰ νὰ παίζῃ, λέγων αἰσχρολογίας καὶ φλυαρίας κατὰ τὴν τῶν νέων συνήθειαν, ἀλλ’ ἠγάπα νὰ συνομιλῇ μετὰ φρονίμων ἀνθρώπων καὶ γερόντων, διὰ νὰ ἀκούῃ χρησίμους καὶ ψυχωφελεῖς λόγους. Ὅταν λοιπὸν προώδευσε κατὰ τὴν ἡλικίαν, κατέταξαν τοῦτον εἰς τὸν στρατόν, διότι ἦτο πολὺ ἀνδρεῖος καὶ χρήσιμος. Ἐπρόκοπτε λοιπὸν εἰς τοὺς πολέμους καὶ πολλὰς ἀνδραγαθίας ἔκαμνεν. Οὕτως ἐγένετο θαυμαστὸς καὶ περίφημος.
Ἀκούσας λοιπὸν ὁ βασιλεὺς τοῦ καιροῦ ἐκείνου τὴν καλὴν αὐτοῦ φήμην καὶ πληροφορηθείς, ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων, ὅτι ὁ Νικόλαος ἦτο εἰς τὸ λέγειν ἐπιτήδειος καὶ ἄξιος σύμβουλος, ἄλλος δέ τις, ὡς αὐτός, δὲν εὑρίσκετο, ἐκάλεσεν αὐτὸν εἱς τὸ βασιλικὸν παλάτιον. Συνομιλήσας δὲ μετ’ αὐτοῦ, ἐχάρη πολύ, ἰδὼν ὅτι ἦτο γνωστικὸς καὶ φρόνιμος ἄνθρωπος. Ὅθεν ἔδωσεν εἰς αὐτὸν ὀφφίκιον δουκὸς νὰ ὁρίζῃ ἐπαρχίαν καὶ νὰ ὑποτάσσωνται εἰς αὐτὸν στρατιῶται, ὡς ἔπρεπε.
Ὁ δὲ Νικόλαος, ἀφ’ οὗ ἀνέλαβε τὸ ἀξίωμα καὶ ἔγινεν ἡγεμών, δὲν ἔπαυε καθ’ ἑκάστην ἡμέραν νὰ γυμνάζῃ τοὺς στρατιώτας του καὶ νὰ ἑρμηνεύῃ εἰς αὐτοὺς τὰ τοῦ πολέμου. Ἐπειδὴ τοῦτο ἥρμοζεν εἰς τὸ ἀξίωμά του. Περισσότερον ὅμως τοὺς ἐνουθέτει καὶ ἐδίδασκεν εἰς τούτους τὰ ἔργα τῆς Χριστιανικῆς πολιτείας καὶ τάξεως. Πῶς, δηλαδή, νὰ προσεύχωνται καὶ νὰ παρακαλῶσι τὸν Δεσπότην Χριστὸν νὰ δίδῃ εἰς αὐτοὺς δύναμιν κατὰ τῶν ἐχθρῶν, εἰς τὸν πόλεμον. Συχνάκις δὲ διηγεῖτο ἀνδραγαθίας καὶ ἱστορίας τῶν παλαιῶν ἀνδρείων, πῶς ἐπολέμησαν καὶ ἠλευθέρωσαν πόλεις, πῶς ἐκυρίευσαν ὀχυρὰ καὶ πῶς ἄλλα τρόπαια ἐπέτυχον. Ἀλλὰ περισσότερον πάντων, τὸ καὶ χρησιμώτερον, ἐνουθέτει τούτους νὰ ἔχουν πάντοτε τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴ ἀδικήσουν ποτὲ πτωχὸν ἤ πλούσιον. Ὅθεν πάντες οἱ στρατιῶται του δὲν ἔκαμνον καμμίαν ἀταξίαν, ὅπου μετέβαινον, οὔτε εἶπε ποτὲ κανείς, ὅτι οἱ στρατιῶται τοῦ Νικολάου τὸν ἠδίκησαν ἢ ἐζημίωσαν αὐτὸν εἰς τὸ παραμικρόν.
Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐστασίασαν οἱ κάτοικοι τῆς Θεσσαλίας, διότι δὲν ἤθελαν νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τὸν βασιλέα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅστις ὥριζε τὴν Ἀνατολήν, καὶ νὰ πληρώνουν τοὺς κεκανονισμένους φόρους, ἤρχοντο δὲ μάλιστα οὗτοι καὶ ἐλεηλάτουν τὴν Μακεδονίαν καὶ πολλοὺς ἀνθρώπους ᾐχμαλώτιζον.