Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν ΣΕΡΑΦΕΙΜ, τοῦ ἐν τῷ ὄρει τοῦ Δομποῦ τῆς Λεβαδείας ἀσκήσαντος, ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Ὁ δὲ ἀρχηγὸς αὐτῶν, δι’ ἀγρίων φωνῶν καλῶν τούτους, ἐζήτει παρ’ αὐτῶν βοήθειαν, διότι ὁ «Καλόγηρος τοῦ Μοναστηρίου», ὡς ἔλεγεν ἐννοῶν τὸν Ἅγιον, δὲν ἀφήνει αὐτὸν νὰ ἡσυχάσῃ, ἀλλ’ ἀνηλεῶς βασανίζει αὐτὸν μὲ θάνατον, ἐὰν δὲν ἐξέλθῃ μετὰ τῶν στρατιωτῶν αὐτοῦ ἐκ τοῦ Μοναστηρίου καὶ χωρὶς νὰ προξενήσῃ οὐδὲ τὴν ἐλαχίστην ζημίαν εἰς αὐτό.

Ταῦτα ἰδόντες οἱ Τοῦρκοι καὶ ἀπελπισθέντες, διότι δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ λεηλατήσουν καὶ κατεδαφίσουν τὸ Μοναστήριον, φοβούμενοι δὲ μὴ ἡ περαιτέρω ἐντὸς αὐτοῦ διαμονή των προξενήσῃ εἰς αὐτοὺς θάνατον, ἐξῆλθον μετὰ τοῦ ἀρχηγοῦ αὐτῶν καὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν πρὸς Λεβάδειαν ἄγουσαν. Ὡς δὲ ἔφθασαν εἰς τὸ Παμπλοῦκι εὗρον ἐκεῖ ἕτερον Τοῦρκον, ἐκ Λεβαδείας ἀπεσταλμένον καὶ ἐρχόμενον πρὸς τὴν Μονήν, ἔντρομον καὶ περιδεῆ, ὅστις, ἐρωτηθεὶς ὑπὸ τοῦ ἀρχηγοῦ διὰ τὴν αἰτίαν τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φόβου, ἤρχισε νὰ διηγῆται μετὰ διακεκομμένης ὑπὸ τοῦ φόβου φωνῆς ὅτι μόλις ἐπλησίασεν εἰς τὸ ἐκεῖ φρέαρ, τοῦτο δὲ εἶναι τὸ ἐκ τοῦ θαύματος τοῦ Ἁγίου ἀναβλῦσαν, καὶ ἥπλωσε διὰ νὰ λάβῃ ὕδωρ ἵνα πλυθῇ, κατὰ τὴν θρησκευτικὴν τῶν Τούρκων συνήθειαν, εὐθὺς ἐνεφανίσθη εἷς Καλόγηρος, ὡς ἔλεγεν ὁ Τοῦρκος, ἐννοῶν καὶ οὗτος τὸν Ἅγιον, καὶ δι’ ἀπειλητικοῦ βλέμματος εἶπεν εἰς αὐτόν· «Μιαρέ, δὲν σᾶς ἀρκεῖ ὅτι ἠρημώσατε τὸν οἶκόν μου, ἀλλ’ ἦλθες νὰ μολύνῃς καὶ τὸ ὕδωρ, τὸ ὁποῖον ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε διὰ νὰ πίνωσιν οἱ διαβάται;». Οὐδεμίαν δὲ προσοχὴν ἔδωκεν εἰς τὸ κατ’ αὐτοῦ προταθὲν ὅπλον, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ θρασὺς, οὗτος Τοῦρκος ἐζήτησε νὰ φονεύσῃ αὐτόν, ἀλλὰ χωρὶς οὐδόλως νὰ δειλιάσῃ καὶ τελείως ἀτάραχος εἶπε· «Μὴ ἐγγίζεις τὸ ὅπλον σου, ἀλλὰ σπεῦσον κατάβα εἰς τὴν Μονὴν καὶ εἰπὲ καὶ εἰς τοὺς ἄλλους νὰ ἐκκενώσωσι τὸ Μοναστήριόν μου, διότι ἄλλως δὲν θὰ μείνῃ κανεὶς ἐξ αὐτῶν».

Ἀφοῦ διηγήθη ταῦτα ὁ ἐκ τοῦ φόβου κατεχόμενος Τοῦρκος καὶ μικρὸν ἀναπνεύσας, προσέθηκε καὶ τὰ ἑξῆς· «Ἐξ ὅσων λοιπὸν εἶπεν εἰς ἐμὲ ὁ ἐνώπιόν μου ἐμφανισθείς, ἐννοήσας ὅτι δὲν ἦτο ἁπλοῦς Μοναχός, ἀλλὰ προστάτης καὶ πρόμαχος τοῦ Μοναστηρίου, τοῦ ὁποίου τὴν ἐρήμωσιν καὶ τὴν κατερείπωσιν ἐπεδιώκαμεν, ἐφοβήθην καὶ τρέμων ἔσπευσα νὰ εἰδοποιήσω καὶ σᾶς νὰ ἀφήσετε τὸ Μοναστήριον τοῦτο καὶ νὰ ἀπέλθετε εἰς ἄλλο μέρος, ἵνα μὴ πάθετε κανὲν κακόν».