Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου νέου ἐνδόξου καὶ καλλινίκου Ἱερομάρτυρος ΖΑΧΑΡΙΟΥ τοῦ Προυσαέως, ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωβ’ (1802).

Τοιούτους ἐμπαιγμοὺς μὴ ὑποφέρων νὰ ἀκούῃ ὁ Μάρτυς, ὡμίλησε μὲ παρρησίαν πολλὴν περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ περὶ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔπειτα, ἐπειδὴ τὸν διέκοψαν, συνεπλήρωσε μετὰ θάρρους· «Σεῖς εἶσθε πεπωρωμένοι, τετυφλωμένοι, πεπλανημένοι καὶ δὲν γνωρίζετε, ἄθλιοι, τὶ πιστεύετε. Πιστεύσατε λοιπὸν εἰς τὸν Χριστόν, ἵνα σᾶς φωτίσῃ νὰ γνωρίσητε τὴν πλάνην σας». Ταῦτα ἀκούσαντες ἔδειραν τὸν Μάρτυρα καὶ ὠθοῦντες ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω καὶ ἔδωκαν ἔγγραφον ἀπόφασιν νὰ ἀποκεφαλισθῇ. Ἀλλὰ νομίσαντες πάλιν μήπως δειλιάσῃ, ἐπειδὴ ἤκουσε τὴν ἀπόφασιν τοῦ θανάτου καὶ μετανοήσῃ, ἄφησαν αὐτὸν εἰς τὴν φυλακὴν ἕως τῆς ἄλλης ἡμέρας. Τὴν ἑπομένην πάλιν ὡδήγησαν τὸν Μάρτυρα εἱς τὸ κριτήριον καὶ ὑπεσχέθησαν εἰς αὐτὸν πλείστας ἀπολαβὰς καὶ ἀξιώματα, μὲ τὸν σκοπὸν νὰ ἀρνηθῇ τὴν Πίστιν του. Ἀλλ’ ὁ Μάρτυς ἐφώναξε· «Τετυφλωμένοι καὶ ἄπιστοι, ματαίως κοπιάζετε, διότι κανὲν πρᾶγμα δὲν δύναται νὰ μὲ χωρίσῃ ἀπὸ τὸν γλυκύτατόν μου Χριστόν».

Τότε ὑβρίζοντες αὐτὸν καὶ καλοῦντες ἄπιστον καὶ ἄξιον θανάτου, ἐπρόσταξαν τὸν δήμιον νὰ παραλάβῃ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν φέρῃ εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. Ὁμοίως ἐπρόσταξαν καὶ τὸν δημόσιον κήρυκα νὰ προπορεύεται καὶ νὰ κηρύττῃ ὅτι θανατοῦται, ἐπειδὴ εἶναι ἄπιστος. Οὗτος ὅμως, πρὶν ἀρχίσῃ νὰ διαλαλῇ, ἐπλησίασε τὸν Μάρτυρα καὶ μὲ πολλὴν εὐσπλαγχνίαν ἔλεγε πρὸς αὐτόν· «Δὲν ἔρχεσαι εἰς τὸν ἑαυτόν σου; Δὲν λυπεῖσαι τὴν ζωήν σου;». Ὅμως ἀπήντησεν εἰς τοῦτον ὁ Μάρτυς· «Πήγαινε, πήγαινε, φώναξε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον σὲ ἐπρόσταξαν νὰ φωνάξῃς καὶ μὴ σὲ μέλει δι’ ἐμέ». Ἐν ταὐτῷ δὲ ἐξεχύθη ἡ ἐσωτερικὴ χαρὰ τῆς ψυχῆς του καὶ ἐφαίνετο τὸ πρόσωπόν του χαρωπὸν καὶ φαιδρὸν καὶ μὲ σεμνὸν καὶ μακάριον γέλωτα ἔσπευδε πρὸς τὸν τόπον τῆς καταδίκης διὰ νὰ λάβῃ τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ ἀοίδιμον θάνατον, τὸν πρόξενον ἀληθῶς τῆς αἰωνίου καὶ ἀτελευτήτου ζωῆς. Τότε ὅλοι οἱ βλέποντες ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον τὴν γενναιότητα τῆς ψυχῆς του. Ὅπου δὲ ἔβλεπε Χριστιανούς, ἐφώναζε· «Συγχωρεῖτε με, ἀδελφοί, καὶ ὁ Θεὸς ἂς σᾶς συγχωρήσῃ». Βαδίζων δὲ πρὸς τὸν τόπον τῆς καταδίκης εἶδε τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἀπὸ τοῦ ὁποίου διήρχετο ἡ φέρουσα αὐτὸν συνοδεία καὶ ἐζήτησε νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ εἰσέλθῃ ἵνα προσκυνήσῃ. Ἐκεῖνοι δὲ τὸν ἄφησαν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Προύσα· ἀρχαία πόλις ἐκτισμένη εἰς τοὺς βορείους πρόποδας τοῦ ὄρους Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας τῆς ΒΔ Μικρᾶς Ἀσίας, εἰς ὑψόμετρον 305 μ. ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης. Τὸ ἀρχαιότερον ὄνομα αὐτῆς ἦτο Κίος. Σημαντικὴ πόλις τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μετὰ τὴν Τουρκικὴν κατάληψην αὐτῆς τὸ 1326 διετέλεσε δι’ ὀλίγον διάστημα πρωτεύουσα τοῦ Ὀθωμανικοῦ κράτους. Ἡ σημερινὴ Τουρκικὴ ὀνομασία της εἶναι Μπούρσα καὶ εἶναι ἐκ τῶν μεγαλυτέρων πόλεων τοῦ συγχρόνου Τουρκικοῦ κράτους.