Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου νέου ἐνδόξου καὶ καλλινίκου Ἱερομάρτυρος ΖΑΧΑΡΙΟΥ τοῦ Προυσαέως, ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωβ’ (1802).

Ἐνέπηξαν καλάμους ὀξεῖς καὶ κοπτεροὺς μὲ πολλὴν σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπίαν εἰς τοὺς ὄνυχας τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν του καὶ ἀφ’ οὗ ἐχύθη αἷμα πολὺ καὶ διωγκώθησαν οἱ δάκτυλοι τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος, ἐξερρίζωσαν καὶ ἀνέσπασαν, οἱ θηριόγνωμοι, ὅλους τοὺς ὄνυχας τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν του καὶ τὰς χεῖρας στρεβλώσαντες ἐξήρθρωσαν ταύτας. Ἔμενε δὲ ὁ κατηραμένος ἐκεῖνος οἶκος τοῦ κριτοῦ κεκλεισμένος καθ’ ὅλας τὰς ἡμέρας καθ’ ἃς ἐβασανίζετο ὁ Μάρτυς καὶ δὲν ἐσυγχωρεῖτο νὰ εἰσέλθῃ Χριστιανός, ἀλλὰ μόνοι οἱ φρουροὶ εἰσήρχοντο ἐκεῖ καὶ ὅλοι εἶχον μίαν καὶ μόνην φροντίδα, πῶς νὰ βασανίσουν σκληρῶς τὸν ὑβριστὴν τῆς θρησκείας των.

Καὶ οὗτοι μὲν περὶ τούτου ἐφρόντιζον. Ὁ δὲ μακάριος Ζαχαρίας ἔχαιρε μὲν διότι ἠξιώθη νὰ γίνῃ κοινωνὸς τῶν Δεσποτικῶν παθημάτων, ἐλυπεῖτο ὅμως, ἐπειδὴ ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ ἀνεξομολόγητος καὶ ἀκοινώνητος τοῦ Δεσποτικοῦ Σώματος καὶ Αἵματος. Ἀλλ’ ὁ Θεός, ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων Αὐτὸν καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούων, ᾠκονόμησε τὸν τρόπον καὶ ὁ Ἅγιος Μάρτυς διεμήνυσεν εἰς τὸν Πρωτοσύγκελλον τοῦ Μητροπολίτου Προύσης. Ἀλλ’ οὗτος, ἀφ’ ἑνὸς ἐφοβεῖτο μήπως δὲν εἶναι στερεός, ἀφ’ ἑτέρου δὲν εὕρισκε τὸν τρόπον νὰ πλησιάσῃ τὸν Μάρτυρα. Διὸ ἀνέφερε τὸ γεγονὸς εἰς τοὺς δημογέροντας καὶ ἐκεῖνοι εὗρον τρόπον καὶ ἐπλήρωσαν τὸν πόθον του, φέραντες εἰς αὐτὸν κρυφίως τὸν Πνευματικόν, ὅστις τὸν ἐξωμολόγησε καὶ τὸν ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ὥρισε δὲ ὁ μακάριος εἰς τὸν Πνευματικόν του Πατέρα νὰ διανείμῃ ὅλα τὰ χρήματά του, ἕως τρεῖς χιλιάδας ἀργυρᾶ νομίσματα, εἰς ἐλεημοσύνην. Καὶ ὁ μὲν θεῖος Ζαχαρίας οὕτω καλῶς ἠγωνίσθη ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καὶ καλῶς τὰ ἑαυτοῦ πάντα διετάξατο, οἱ δὲ ἐχθροὶ τῆς Πίστεως ἐκάλεσαν αὐτὸν είς τελευταίαν ἐξέτασιν. Ἠρώτησε τότε ὁ κριτὴς ἐνώπιον πάντων, ποίαν γνώμην ἔχει καὶ ἄν, ἐλθὼν εἱς τὸν νοῦν του, μετενόησεν. Ἀπεκρίθη δὲ πρὸς αὐτοὺς ὁ Μάρτυς· «Ἐγὼ ἔχω καλῶς, καὶ εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ ἀποθάνω Χριστιανός, πιστεύων Θεὸν Τρισυπόστατον, Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἐβαπτίσθην».

Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ Ἁγαρηνοὶ ἐθαύμασαν διὰ τὴν τόλμην του καὶ τὴν ἀφοβίαν, τὴν ὁποίαν ἐδείκνυε πρὸς τὸν θάνατον. Ὅμως ἤρχισαν νὰ χλευάζουν αὐτὸν λέγοντες· «Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός σου καὶ ὁ Χριστός σου, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ὁποίου ζητεῖς νὰ ἀποθάνῃς;».


Ὑποσημειώσεις

[1] Προύσα· ἀρχαία πόλις ἐκτισμένη εἰς τοὺς βορείους πρόποδας τοῦ ὄρους Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας τῆς ΒΔ Μικρᾶς Ἀσίας, εἰς ὑψόμετρον 305 μ. ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης. Τὸ ἀρχαιότερον ὄνομα αὐτῆς ἦτο Κίος. Σημαντικὴ πόλις τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μετὰ τὴν Τουρκικὴν κατάληψην αὐτῆς τὸ 1326 διετέλεσε δι’ ὀλίγον διάστημα πρωτεύουσα τοῦ Ὀθωμανικοῦ κράτους. Ἡ σημερινὴ Τουρκικὴ ὀνομασία της εἶναι Μπούρσα καὶ εἶναι ἐκ τῶν μεγαλυτέρων πόλεων τοῦ συγχρόνου Τουρκικοῦ κράτους.