Αὐτὰ ἠκούσαμεν, ἀδελφοί, μὲ τὰ ἴδιά μας ὦτα καὶ ἐμάθομεν αὐτοπροσώπως ἀπὸ τὸν πανοσιώτατον παπᾶ Ἄνθιμον, τὸν ἐπικληθέντα Ἁγιοπατερίτην, ὅστις ἡσύχαζεν ἐκεῖ εἰς τὸ ἡσυχαστήριον τῶν Ὁσίων Πατέρων, ἀπὸ ἄνθρωπον δηλονότι φιλαληθέστατον καὶ μεγάλης ὑπολήψεως διὰ τὴν ἀρετήν του· ταῦτα δὲ ἄλλα μὲν ἤκουσεν ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸν μάρτυρα Νικήταν, ἄλλα δὲ ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς τῆς Μονῆς.
Ἀναχωρήσας ἔπειτα ἀπ’ ἐκεῖ, κατέβη πάλιν εἰς τὴν Μονὴν καὶ ἐζήτει ἄδειαν ἀπὸ τοὺς Πατέρας νὰ παρρησιασθῇ, διὰ νὰ μαρτυρήσῃ. Τότε λοιπὸν συνελθόντες ὅλοι ὁμοῦ οἱ προεστῶτες συνωμίλησαν τί νὰ κάμουν περὶ αὐτοῦ τινὲς δὲ ἔλεγον νὰ μὴ τὸν ἀφήσουν νὰ παρρησιασθῇ, διότι ἦτο πολὺ νέος (ἕως δέκα πέντε ἢ δέκα ἓξ ἐτῶν), φοβούμενοι μήπως δὲν ἤθελε δυνηθῆ νὰ βαστάσῃ τὰς βασάνους τοῦ μαρτυρίου καὶ μείνῃ πάλιν εἰς τὴν ἀσέβειαν, ὡς καὶ πρότερον, ἐφ’ ὅσον ἦτο δυνατὸν νὰ διέλθῃ τὴν ζωήν του ἐν κρυπτῷ χριστιανικὰ καὶ νὰ σωθῇ. Ἄλλοι πάλιν ἔλεγον ὅτι, ἀφοῦ αὐτὸς θεληματικῶς ἀφ’ ἑαυτοῦ του, χωρὶς νὰ τοῦ εἰπῇ τις, ἐζήτει τὸ μαρτύριον μὲ προθυμίαν πολλήν, δὲν πρέπει νὰ τὸν ἐμποδίσουν. Τέλος ἀπεφάσισαν νὰ κάμουν παράκλησιν εἰς τὴν Παναγίαν πρότερον καὶ ἔπειτα νὰ τὸν ἐξαποστείλουν εἰς τὴν ποθουμένην του ὁδόν· οὕτως δὲ καὶ ἔγινε. Μετὰ τὴν παράκλησιν ἐκείνην λοιπόν, λαβὼν εὐλογίαν καὶ συγχώρησιν καὶ ὁδηγὸν τῆς ὁδοῦ, κατέβη εἰς τὴν χώραν· ἐλθὼν δὲ εἴς τι μέρος τὸ ὁποῖον λέγεται Μόλος, συνελήφθη διὰ τὸ χαράτσι, (ἦτο δὲ τότε ἄνθρωπος τοῦ χαρατσῆ ἕνας κακότροπος ἄνθρωπος Κρημλῆς τὸ γένος)· ἀλλ’ ἐπειδὴ ἀποδεικτικὸν δὲν εἶχε, οὔτε χρήματα νὰ πληρώσῃ, προφασιζόμενος ὅτι ἦτο ναυαγός, τὸν ἔσυρεν εἰς τὴν φυλακήν, τὸν ἔφερε δὲ ἔξω εἰς τόπον λεγόμενον Βουνάκι, τὸν ἔστησεν ἔξω ἀπὸ ἕνα καφφενεῖον καὶ ἐπερίμενε νὰ συλλάβῃ καὶ ἄλλους διὰ τὸ χαράτσι, νὰ τοὺς ὑπάγῃ ὅλους ὁμοῦ εἰς τὴν φυλακήν. Τὴν ὥραν ὅμως ἐκείνην διῆλθεν ἀπ’ ἐκεῖ εἷς γνωστός του, παπᾶ Δανιὴλ τὸ ὄνομα· βλέπων δὲ τὸν Νικήταν τὸν ἐχαιρέτησεν, καλέσας αὐτὸν μὲ τὸ τουρκικὸν ὄνομα Μεϊμέτην, ὡς ἤξευρεν. Ἀκολούθως ἐξήταζε διὰ ποίαν αἰτίαν ἦτο κρατημένος ἐκεῖ. Ἀκούσας δὲ ὅτι ἐκρατεῖτο διὰ τὸ χαράτσι καὶ ἀγνοῶν τὸν σκοπὸν τοῦ Νικήτα, ἔλεγε· «τώρα νέον ἔγινε τοῦτο, νὰ δίδουν καὶ οἱ Τοῦρκοι χαράτσι;».