ὅθεν τρέχει μὲ πολλὴν λύπην καὶ ἀγανάκτησιν καὶ φανερώνει τὰ γενόμενα εἰς τὴν μητέρα του, ζητεῖ δὲ ἀπαραιτήτως ἀπ’ αὐτήν, νὰ τοῦ εἴπῃ διὰ ποίαν αἰτίαν τὸν ὠνείδισεν ὡς ἄπιστον· αὐτὴ ὅμως τοῦ ὑπέδειξε νὰ μὴ δώσῃ προσοχὴν εἰς αὐτά, λέγουσα, μὴ σὲ μέλλει, ἂς τὸ εἶπε, τίποτε δὲν εἶναι, ὁ θυμὸς τὴν παρεκίνησε νὰ τὸ εἰπῇ. Ὁ Νικήτας ὅμως δὲν ἐπείθετο, ἀλλ’ ἐζήτει μὲ μεγάλην ἔρευναν, ὡς νὰ τὸν ἐβίαζέ τις νὰ μάθῃ· τέλος, μετὰ πολλὴν ὥραν καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν ἐξέτασιν βιασθεῖσα, τοῦ ἐδιηγήθη τὴν ἀρχήν των, τί ἦσαν καὶ ποῦ κατήντησαν.
Ταῦτα παρὰ τῆς μητρός του ἀκούσας, τὴν ἠρώτησε λέγων: Καὶ πῶς μὲ ὠνόμαζον, ὅταν ἤμην χριστιανός; αὐτὴ δὲ ἀπεκρίθη: Νικήταν. Ἐσιώπησε λοιπὸν καὶ ἡσύχασε πλέον, μαθὼν ὅτι δικαίως, τρόπον τινά, τὸν ὠνείδισε, διότι δὲν ἦτο ἐκ τῶν προγόνων του Τοῦρκος· ὅμως κατὰ ἄλλον τρόπον ἐσυγχίσθη καὶ ἐλυπήθη λύπην μεγάλην, διατί νὰ χάσῃ τὴν προγονικήν του πίστιν καὶ νὰ εὑρίσκεται εἰς τὴν τουρκικήν, τὴν ξένην, ὑβριζόμενος καὶ ὀνειδιζόμενος ὡς ἄπιστος· τοιοῦτοι θεϊκοὶ καὶ σωτήριοι λογισμοὶ ἀνέβησαν εἰς τὸν νοῦν τοῦ εὐλογημένου Νικήτα· ὅθεν ἐσυλλογίζετο μόνος, χωρὶς νὰ φανερώσῃ τοὺς λογισμούς του εἴς τινα, μὲ ποῖον τρόπον νὰ ἐπιστρέψῃ καὶ νὰ ἔλθῃ πάλιν εἰς τὴν προγονικήν του χριστιανικὴν πίστιν. Καθ’ ὃν καιρὸν ἐσυλλογίζετο κατὰ νοῦν τοὺς τοιούτους λογισμοὺς καὶ ἐζήτει εὐκαιρίαν νὰ ἀναχωρήσῃ κρυφίως ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς ἄλλον χριστιανικὸν τόπον καὶ ἠμποδίζετο ἀπὸ πλοῖον καὶ ἀπὸ ἔξοδα τοῦ ταξιδίου, ηὐδόκησεν ὁ Θεὸς καὶ εὑρέθη πλοῖον.
Ἐπεβιβάσθη λοιπὸν εἰς τὸ πλοῖον αὐτὸ καὶ ἐξῆλθεν εἰς ἓν ἀπὸ τὰ Μαστιχόχωρα τῆς Χίου, Λιθὶ λεγόμενον· ἐξελθὼν δὲ ἐκεῖ, ξένος καὶ ἀγνώριστος, ἠκολούθησε μίαν ὁδόν, χωρὶς νὰ ἠξεύρῃ ποῦ πορεύεται, μὲ καλὰς ἐλπίδας ὅμως, ὅτι ὁ Θεὸς θέλει τὸν ὁδηγήσει εἰς τὸ θέλημά Του τὸ ἅγιον. Ἀληθῶς δὲ οὕτως καὶ ἔγινεν, διότι ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων Αὐτόν, τὸν ὡδήγησε καὶ τὸν ἔφερεν ἀσφαλῶς, ὡς εἰς λιμένα σωτήριον, εἰς τὴν Νέαν Μονήν· ἐλθὼν δὲ ἐκεῖ, ἐφανέρωσεν εἰς τὸν Ἡγούμενον, τί ἄνθρωπος ἦτο καὶ ποῖον σκοπὸν εἶχε καὶ ἐζήτει παρ’ αὐτοῦ συμβουλὴν τὶ νὰ κάμῃ. Ὁ Ἡγούμενος ἀμέσως τὸν ἔστειλε καὶ ἐξωμολογήθη εἰς ἐνάρετον ἀρχιερέα, ὅστις ἡσύχαζε τότε ἐκεῖ, τὸν πρῴην Κορίνθου Μακάριον· ἔπειτα τὸν ἐκατήχησαν, τὸν ἐμύρωσαν καὶ μετὰ ταῦτα διέτριβεν ἐντὸς τοῦ Μοναστηρίου, ἀγνώριστος εἰς πολλούς.