Τῇ ΛΑ’ (31ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ δικαίου ΕΥΔΟΚΙΜΟΥ.

ὁ ὁποῖος ὡς φρόνιμος οἰκονόμος δὲν μετεχειρίζετο τὸ ἀξίωμα διὰ τιμὴν καὶ δόξαν ἰδικήν του, καθὼς τὸ κάμνουν οἱ περισσότεροι, οἱ ὁποῖοι λαμβάνουν κανὲν ἀξίωμα, διὰ νὰ δοξάζωνται οἱ ἀνόητοι καὶ νὰ πλεονεκτοῦν, καὶ δὲν βάζουν οἱ ταλαίπωροι εἰς τὸν νοῦν των τὴν φοβερὰν ἐξέτασιν, ὅπου μέλλει νὰ κάμῃ εἰς αὐτοὺς ὁ δίκαιος κριτής· ἀλλ’ ὁ μακάριος Εὐδόκιμος δὲν ἦτο τοιοῦτος, μόνον ὅλη του ἡ ἐπιμέλεια καὶ φροντὶς ἦτο δεδομένη εἰς τὸ νὰ κυβερνᾷ μικρούς τε καὶ μεγάλους ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ· ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν ψυχήν, ἐὰν ἤθελε παραστῆ ἀνάγκη, ἐθυσίαζε διὰ τὸ ὑπήκοον αὐτοῦ.

Καὶ τί νὰ λέγω τὰ πολλά; τέλειος ἦτο ὁ μακάριος Εὐδόκιμος εἰς πᾶσαν ἀρετήν· εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ πλησίον ἀμίμητος, διὰ τὴν ὁποίαν ἀπέφευγεν ἀπὸ κάθε εἶδος καταλαλιᾶς· ὄχι δὲ μόνον αὐτὸς ἐφυλάττετο ἀπὸ τὴν κατάκρισιν, ἀλλὰ μὲ κάθε τρόπον ἠμπόδιζε καὶ τοὺς ἄλλους νὰ λαλῶσι κανένα ἐναντίον λόγον, ὅστις νὰ ἐγγίζῃ εἰς τὸν πλησίον ἐδίδασκεν ἀκόμη ὅτι κάθε ἕνας πρέπει νὰ μανθάνῃ περισσότερον νὰ ἀκούῃ, παρὰ νὰ ὁμιλῇ· μὲ τοιαύτην μακαρίαν διαγωγὴν ἐχρημάτισε σκεῦος ἐκλογῆς καὶ διδάσκαλος καὶ μὲ λόγον καὶ μὲ ἔργον τύπος καὶ παράδειγμα καὶ ζῶσα εἰκών, εἰς ἐκείνους οἵτινες τὸν συνανεστρέφοντο, ἕως ὅτου ἔφθασεν εἰς τὸ μακάριον τέλος τῆς παρούσης ζωῆς, ἐκεῖ εἰς τὴν Καππαδοκίαν, ζήσας τριάκοντα τρεῖς χρόνους, κατὰ μὲν τὴν ἡλικίαν νέος, κατὰ δὲ τὴν σύνεσιν καὶ γνῶσιν πρεσβύτατος. Γνωρίσας δὲ τὸ τέλος του ὁ δίκαιος, δὲν ἐταράχθη· ἐπειδὴ ὅλη του ἡ ζωὴ ἦτο μία μελέτη θανάτου· ἕνα καὶ μόνον τὸν ἐλύπει, ὅτι ἦτο μακρὰν ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ δὲν ἦτο ἐκεῖ εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

Ἦλθεν ὅμως ἡ τελευταία ὥρα, νὰ ὑπάγῃ ὁ μακάριος πρὸς Κύριον καὶ ἦλθον ἐκεῖ πολλοὶ νὰ τὸν ἐπισκεφθῶσιν· ἀφοῦ δὲ τοὺς ὡμίλησεν ἱκανῶς διὰ τὴν ἐνθύμησιν τοῦ θανάτου, τοὺς ὥρκισεν εἰς τὸν Θεὸν νὰ τὸν ἐνταφιάσουν μὲ τὰ ἴδια ἐνδύματα, τὰ ὁποῖα ἐφόρει, καὶ νὰ μὴ κάμουν εἰς αὐτὸν ἐκεῖνα τὰ συνειθισμένα, ὅπου κάμνουν εἰς τοὺς ἄλλους νεκρούς· τότε ἔκαμε νεῦμα, καὶ ἀφοῦ ἐξῆλθον ὅλοι ἔξω, ἤρχισε νὰ προσεύχεται πρὸς Θεὸν λέγων ταῦτα, τὰ ὁποῖα ἤκουσαν μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους καὶ τὰ ἐφανέρωσαν ὕστερον· «Κύριε ὁ Θεός μου, καθὼς δὲν ἠθέλησα ἔτι ζῶν νὰ φανῇ ἡ πολιτεία μου, οὕτω παρακαλῶ καὶ ἡ τελευτή μου νὰ γίνῃ χωρὶς καμμίαν χάριν, οὔτε νὰ θαρρήσῃ τις, ὅτι σοὶ εὐηρέστησα»· ἔπειτα λέγων τὸ «Εἰς χεῖράς σου παραδίδω, Κύριε, τὸ πνεῦμα», ἐξῆλθεν ἐκείνη ἡ ἁγιωτάτη ψυχὴ ἐν ἔτει ωκθ’ (829) Ἰουλίου 31, κατὰ τοὺς χρόνους Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου.


Ὑποσημειώσεις

[1] Οἱ γονεῖς τοῦ Ἁγίου καὶ αὐτὸς ὁ Ἅγιος κατῴκουν τότε εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, μεταναστεύσαντες ἀπὸ Καππαδοκίας.