Τῇ ΛΑ’ (31ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ δικαίου ΕΥΔΟΚΙΜΟΥ.

ΕΙΚΟΝΑ

ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ ὁ θαυμάσιος ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου ἐν ἔτει ωκθ’ (829), εἷλκε δὲ τὸ γένος ἀπὸ τὴν Καππαδοκίαν, γεννηθεὶς καὶ ἀνατραφεὶς ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς [1]· ὁ πατήρ του ἐκαλεῖτο Βασιλειος καὶ ἡ μήτηρ του Εὐδοκία, ἐπίσημοι κατὰ τὸ γένος, κατὰ τὴν περιουσίαν πλουσιώτατοι, κατὰ δὲ τὸ ἀξίωμα ἔνδοξοι καὶ περιφανεῖς, ἐπειδὴ ὁ Βασίλειος εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Πατρικίου. Ἔχων δὲ ὁ Εὐδόκιμος τοιοῦτον γένος λαμπρόν, δὲν ἐτιμᾶτο τόσον διὰ τὴν λαμπρότητα τοῦ γένους του, ὅσον ἐδοξάζετο καὶ ἐθαυμάζετο διὰ τὰς ἀρετάς, τὰς ὁποίας ἐτέλει μετὰ προθυμίας ἐκ προαιρέσεως ὁ ἀείμνηστος. Ὅτι τὸ νὰ γίνουν παῖδες ἔνδοξοι καὶ ἀξιωματοῦχοι ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς εὑρίσκονται εἰς τὸν κόσμον πάμπολλοι ἀλλὰ τὸ νὰ φυλάξουν πολιτείαν ἐνάρετον καὶ ἄκραν σωφροσύνην, συναναστρεφόμενοι εἰς τὸ μέσον τοῦ κόσμου, ἐκεῖ ὅπου προτιμᾶται καὶ ἐπιτηδεύεται ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ τρυφή, δυσκολώτατα εὑρίσκονται.

Οὗτος λοιπὸν ὁ μακάριος παῖς, δοθεὶς ὑπὸ τῶν γονέων του εἰς τὴν σπουδὴν τῶν γραμμάτων, δὲν ἐχρειάσθη νὰ παρακινηθῇ εἰς τὴν σπουδὴν ἀπὸ τὸν φόβον καὶ τοὺς ραβδισμοὺς τῶν διδασκάλων, ἀλλὰ αὐτὸς τὸν ἑαυτόν του εἶχε κέντρον νὰ παρακινῆται εἰς τοῦτο, μάλιστα δὲ νὰ καταγίνεται μὲ κάθε λογῆς ἐπιμέλειαν, ἡμέρας καὶ νυκτός, είς τὴν ἀνάγνωσιν τῶν θείων Γραφῶν, εἰς τῶν ὁποίων τὴν μελέτην ηὐφραίνετο ἡ τρισόλβιος ἐκείνη ψυχὴ περισσότερον, παρὰ ἐκεῖνοι ὅπου εὑρίσκονται εἰς τραπέζια πολυέξοδα καὶ διασκεδάζουν μετὰ χορῶν καὶ τυμπάνων. Ὅθεν εἰς τοῦτον τὸν Ἅγιον ἥρμοζε τὸ προφητικὸν ρητόν· «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μιου τὰ λόγιά σου, Κύριε, ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον ἐν τῷ στόματί μου». Ἡ καθ’ αὑτὸ δὲ ἀπασχόλησίς του ἦτο νὰ πηγαίνῃ εἰς τοὺς θείους Ναούς, νὰ ἀκούῃ τὰς ἱερὰς ἀκολουθίας καὶ τὰ θεῖα λόγια καὶ ὅλως δι’ ὅλου ἐσπούδαζε νὰ γίνῃ Ναὸς καθαρὸς Θεοῦ ζῶντος κατὰ τὸν μέγαν Ἀπόστολον.

Παρεκίνει πολλάκις ὁ ἐχθρὸς τῆς ἀληθείας πολλοὺς νέους συνηλικιώτας τοῦ Εὐδοκίμου νὰ τον ἀναγκάζουν, διὰ νὰ πηγαίνουν εἰς διασκεδάσεις καὶ ἀπολαυστικὰς διατριβάς, εἰς κυνήγια καὶ ἑορτάς· ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ ἀοίδιμος μίαν διασκέδασιν καὶ τρυφὴν καὶ ἀπόλαυσιν εἶχε, νὰ προσεύχηται καὶ νὰ καταγίνεται εἰς τὴν ἀνάγνωσιν τῶν ψυχωφελῶν βιβλίων·


Ὑποσημειώσεις

[1] Οἱ γονεῖς τοῦ Ἁγίου καὶ αὐτὸς ὁ Ἅγιος κατῴκουν τότε εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, μεταναστεύσαντες ἀπὸ Καππαδοκίας.