κατόπιν δὲ πολλῶν ἐρευνῶν τὸν ἀνεῦρον εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ὅπου μετὰ πολλὰς παρακλήσεις καὶ μὲ προτροπὰς τοῦ Πρώτου, ἀκόμη δὲ καὶ μὲ βίαν ἐπείσθη ὁ Ἅγιος νὰ μεταβῇ εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἔνθα καὶ τίς δύναται νὰ διηγηθῇ τὴν χαρὰν τὴν ὁποίαν ἔλαβον οἱ συγγενεῖς του καὶ ὁλόκληρος ἡ Κωνσταντινούπολις βλέπουσα Ἄγγελον μὲ σῶμα ἀνθρώπινον καὶ λόγον διδασκαλικόν· ἔκυψαν τὰ βασιλικὰ σημεῖα καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ ἐπροσκυνοῦσαν τὸν πτωχὸν ἐκεῖνον Μοναχόν, ὅστις δὲν εἶχεν ἄλλο τι παρὰ τὰ παλαιόρασα καὶ τὸν Σταυρόν. Τοιοῦτον ἀξιοθαύμαστον πρᾶγμα εἶναι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ ἀρετή, καὶ τοιούτους ἀναδεικνύει τοὺς ἐργάτας της. Συνέπεσε δὲ τότε νὰ εἶναι κατάκοιτος ὁ βασιλεὺς Ρωμανὸς μὲ θανατηφόρον ἀσθένειαν, καὶ εὐθὺς ὡς μετέβη ὁ Ὅσιος καὶ ἔθεσε τὰς χεῖράς του ἐπάνω εἰς αὐτόν, ὦ τοῦ θαύματος! ἔγινεν ὑγιὴς ὁ βασιλεύς, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ ἀναφέρει εἰς τὸ χρυσόβουλλόν του.
Τὸ θαῦμα τοῦτο ἐδόξασεν ἔτι περισσότερον τὸν Ἅγιον, ὅστις ἀπὸ τὰς πολλὰς παρακλήσεις τοῦ βασιλέως παρέμεινεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, φυλάττων τὴν ἰδίαν μοναδικὴν τάξιν καὶ καταβάλλων τοὺς ἰδίους ἀσκητικοὺς ἀγῶνας, τοὺς ὁποίους κατέβαλλε καὶ εἰς τὴν ἔρημον, διδάσκων συνάμα τὰ τέκνα τοῦ βασιλέως· ὅταν δὲ συνεπληρώθη ὁ καιρὸς κατὰ τὸν ὁποῖον ἔκρινε πὼς ἔπρεπε νὰ ἀναχωρήσῃ, μετέβη εἰς τὸν βασιλέα καὶ τοῦ λέγει· «Βασιλεῦ, καθὼς τὸ ὀψάριον, ὅταν ἐξαχθῇ ἀπὸ τὸ ὕδωρ, δὲν δύναται πλέον νὰ ζῇ, τοιουτοτρόπως καὶ ὁ Μοναχός, ὅστις ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν καλύβην του, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ζῇ εἰς τὴν ἐργασίαν τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο ἦλθον νὰ σᾶς ἀποχαιρετήσω καὶ νὰ ἀναχωρήσω διὰ τὴν καλύβην μου, ὅπου θὰ συνευρίσκωμαι πάντα μὲ τὸν βασιλέα μου Θεόν». Τοῦτο ἀκούσας ὁ βασιλεὺς ἐλυπήθη σφόδρα· ὅμως δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν ἐμποδίσῃ, ἐπειδὴ εἶχε μεγάλην εὐλάβειαν πρὸς αὐτόν, καὶ τοῦ λέγει· «Ἐπεθύμουν, πάτερ Ἅγιε, νὰ μὴ χωρίσωμεν ποτέ, ἐφ’ ὅσον ζῶ, διὰ νὰ σὲ ἔχω παρηγορίαν καὶ διδάσκαλον πρὸς σωτηρίαν μου, πλὴν δὲν δύναμαι νὰ σὲ ἐμποδίσω μόνον σὲ παρακαλῶ, λάβε ὅσον πλοῦτον νομίζεις ἀρκετὸν νὰ τὸν διανείμῃς διὰ τὴν ψυχήν μου». Τότε εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Ἅγιος· «Ἐγὼ οὔτε πλοῦτον χρειάζομαι, οὔτε νὰ τὸν διανείμω γνωρίζω· ἔχεις ἐδῶ πολλοὺς πτωχούς, καὶ δίδε τους ὅσον νομίζεις· τοῦτο μόνον σὲ παρακαλῶ, ἐὰν ἀγαπᾷς, νὰ ἀνακαινίσῃς τὸ Μοναστήριον τῆς ἀοιδίμου βασιλίσσης Πουλχερίας, τὸ ὁποῖον εἶναι κατηδαφισμένον, διὰ νὰ εἶναι τὸ μνημόσυνόν σου αἰώνιον».