Τῇ ΚΔ’ (24ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος ΧΡΙΣΤΙΝΗΣ.

Τότε ὁ Οὐρβανὸς ἐθυμώθη διότι τὸν ὕβριζεν, ὅθεν ἔδεσεν αὐτὴν ἀπὸ τὸν λαιμὸν μὲ ἅλυσον καὶ τὴν ἐφυλάκισεν. Ἔπειτα ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν του καὶ ἔπεσεν ἀπὸ τὴν λύπην του νῆστις. Ἡ δὲ γυνή του, ὡς ἤκουσε τὰ βάσανα, τὰ ὁποῖα ἐπέβαλεν εἰς τὴν Ἁγίαν, ἐπῆγεν εἰς τὴν φυλακὴν κλαίουσα· πίπτουσα δὲ εἰς τοὺς πόδας τῆς Μάρτυρος ἔλεγεν· «Ἐλέησόν με τὴν μητέρα σου, θύγατερ, καὶ μὴ μοῦ δώσῃς θλῖψιν μεγαλυτέραν, ὅτι ἄλλο τέκνον δὲν ἔχω καὶ σὲ ἀγαπῶ ὑπέρμετρα. Λοιπόν, σὲ παρακαλῶ, μὴ προσκυνῇς Θεὸν ἀλλότριον, νὰ μή σε φονεύσῃ ὁ πατήρ σου καὶ τότε θὰ ἀποθάνω καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν θλῖψίν μου». Ἡ δὲ ἀπεκρίνατο· «Μὴ μὲ καλῇς θυγατέρα σου, διότι ἐγὼ πατέρα ἔχω τὸν Δεσπότην Χριστόν, κατὰ τὴν ἐπωνυμίαν μου, ὁ ὁποῖος μοῦ δίδει τὴν δύναμιν νὰ καταπατήσω τοὺς δαίμονας, τοὺς ὁποίους προσκυνεῖτε καὶ νὰ λάβω διὰ τὴν ἀγάπην του θάνατον».

Ὅταν ἐγνώρισεν ἡ γυνὴ τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης τῆς θυγατρός της, ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον της καὶ ἀνήγγειλε πάντα εἰς τὸν ἄνδρα της. Ὅστις ἔστειλε τὸ πρωῒ στρατιώτας, καὶ ἔφεραν τὴν Ἁγίαν εἰς τὸ Πραιτώριον καὶ λέγει· «Λυποῦμαι, Χριστῖνα, διότι δὲν ἔχω ἄλλο τέκνον· καὶ δι’ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ νὰ προσκυνήσῃς τὰ εἴδωλα, εἰ δὲ καὶ παρακούσῃς ἕως τέλους δὲν θὰ σὲ λυπηθῶ τελείως, οὔτε θὰ σὲ ὀνομάσω θυγατέρα μου, ἀλλὰ θὰ σοῦ δώσω τόσας τιμωρίας ἕως ὅτου νὰ ἀναλύσω τὰς σάρκας σου». Ἡ δὲ ἀπεκρίνατο· «Μεγάλην χάριν μοῦ κάμνεις, τύραννε, νὰ μὴ μὲ ἔχῃς πλέον ὡς τέκνον σου· ὅτι σὺ εἶσαι υἱὸς διαβόλου καὶ τῶν λοιπῶν δαιμόνων συνήγορος». Τότε ὀργισθεὶς ὁ ἄσπλαγχνος προσέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν καὶ νὰ ξεσχίσουν τὰς σάρκας της. Ἡ δὲ ἔχαιρεν, ὅταν τὴν ἐβασάνιζον, καὶ ἔλεγεν· «Εὐχαριστῶ σοι, Θεὲ ἐπουράνιε, ὅτι μὲ ἠξίωσας νὰ καθαρισθῶ ἀπὸ τὸν ρῦπον τῆς εἰδωλολατρίας μὲ ταῦτα τὰ βασανιστήρια». Πολλάκις δὲ ἥρπαζεν ἕνα τεμάχιον ἀπὸ τὰς σάρκας της, τὰς ὁποίας ἐξέσχιζαν οἱ δήμιοι, καὶ τὸ ἔρριπτεν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ πατρὸς λέγουσα· «Ἐπεθύμησες νὰ φάγῃς τὰς σάρκας μου, κληρονόμε τῆς αἰωνίου κολάσεως· λοιπὸν φάγε νὰ χορτάσῃς, ἀναίσχυντε». Ὁ δὲ ἔλεγεν· «Ἐὰν δὲν προσκυνήσῃς τοὺς θεούς, θέλω σοῦ δώσει ἄλλα χειρότερα κολαστήρια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν δύναται νὰ σὲ λυτρώνῃ ἐκεῖνος, ὅστις ἐσταυρώθη ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ταλαίπωρε». Τοῦ λέγει ἡ Ἁγία· «Τί βλασφημεῖς, ἄνομε; δὲν ἠξεύρεις, ὅτι αὐτὸς ἦλθεν ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, καὶ θεληματικῶς ἐσταυρώθη, διὰ νὰ μᾶς λυτρώσῃ ἀπὸ τὴν κόλασιν;».


Ὑποσημειώσεις

[1] Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῆς σύναξις καὶ ἑορτὴ εἰς τὸν Ναὸν αὐτῆς, ὁ ὁποῖος ἦτο εἰς τὸ Παλάτιον καὶ εἰς τὰς μεγάλας Νύμφας καὶ εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος, πλησίον τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῆς παλαιᾶς καὶ νέας.