Ἡ δὲ μακαρία Μαρκέλλα, ἰδοῦσα τοῦτον μακρόθεν καὶ νομίζουσα ὅτι ἐκεῖνος δὲν τὴν εἶδε, τρέχει ταχύτατα εἰς ἕνα παραθαλάσσιον τόπον καὶ κρύπτεται μέσα εἰς μεγάλην βάτον· δὲν διέφυγεν ὅμως τὴν προσοχήν του καὶ τὴν εἶδε. Λοιπὸν τρέχει καὶ αὐτὸς ἐκεῖ καὶ μὴ δυνάμενος νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν βάτον, διὰ τὴν πολλήν της πυκνότητα, ἔβαλε πῦρ εἰς αὐτὴν ὁ σκληροκάρδιος καὶ θηριογνώμων, διὰ νὰ τὴν βιάσῃ νὰ ἐξέλθῃ, ἤ, ἐὰν δὲν γίνῃ τοῦτο, νὰ τὴν καύσῃ μέσα ἐκεῖ. Πλὴν δὲν κατώρθωσεν ἐκεῖνο ὅπου ἤθελεν, ἐπειδὴ ἐξελθοῦσα ἀπὸ ἄλλο μέρος ἡ Μαρκέλλα (ὅτι ἡ βία τὴν ἠνάγκαζε νὰ μὴ ψηφᾷ τελείως τὰ κέντρα καὶ τὰ ξεσχίσματα τῆς βάτου) ἔτρεξε μὲ ὅλην τὴν δύναμίν της εἰς τὴν παραθαλασσίαν ἐκείνην πεδιάδα, καὶ διαπεράσασα τὴν πεδιάδα ἔτρεχεν ἐπάνω εἰς τοὺς βράχους καὶ τὰς πέτρας τῆς θαλάσσης ὡς ἔλαφος ταχυτάτη.
Οὕτως ἐκείνη μὲν ἡ πανεύφημος ἠγωνίζετο ὑπὲρ σωφροσύνης, διὰ νὰ φυλάξῃ την παρθενίαν της ἄφθορον, ἐκεῖνος δὲ ὁ ἐναγὴς καὶ ἀκάθαρτος ὑπὲρ ἀκολασίας καὶ ἀσελγείας, διὰ νὰ πληρώσῃ τὸν κακόν του σκοπόν· μὴ δυνάμενος ὅμως νὰ τὴν φθάσῃ, ἔρριψε βέλος καὶ τὴν ἐπλήγωσεν· ἀλλὰ καὶ πληγωμένη ἡ Μαρκέλλα ἔτρεχε πάλιν καὶ ὅσον ἠδύνατο ἔφευγε. Πλὴν ὅταν εἶδεν ὅτι τὴν ἔφθανε καὶ πλέον νὰ τρέχῃ δὲν εἶχε δύναμιν, κατέφυγεν εἰς τὴν ἀήττητον δύναμιν τοῦ νυμφίου της Χριστοῦ, προσευξαμένη δὲ ἐζήτησε νὰ σχισθῇ καὶ νὰ ἀνοίξῃ ἡ πέτρα, ὅπου ἦτο πλησίον της, νὰ τὴν δεχθῇ μέσα της καὶ νὰ τὴν κρύψῃ. Καὶ παρευθύς, ὦ τῶν θαυμασίων σου, Χριστὲ Βασιλεῦ τῆς κτίσεως! παρευθὺς εἰσήκουσε τῆς δεήσεως αὐτῆς «ὁ τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν ποιῶν Κύριος, καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούων» καὶ σχισθεῖσα ἡ πέτρα ἐκείνη τὴν ἐδέχθη καὶ τὴν ἔκρυψε μέσα της, ἕως ἐπάνω εἰς τοὺς μαστούς της, ὥς ποτε τὴν Πρωτομάρτυρα καὶ Ἰσαπόστολον Θέκλαν.
Φθάσας δὲ καὶ ὁ πατὴρ δαιμονιζόμενος ὑπὸ τοῦ ἔρωτος καὶ τοῦ θυμοῦ καὶ μὴ δυνάμενος ἐκεῖθεν νὰ τὴν ἀνασύρῃ, μὲ ἀπανθρωπίας καὶ σκληρότητος ὑπερβολὴν πρῶτον ἔκοψε τοὺς μαστοὺς τῆς κόρης μὲ μάχαιραν, ὦ γνώμης ἀπανθρώπου καὶ θηριώδους! ὦ σπλάγχνα! ὦ καρδία! ὦ χεῖρες τυραννικαὶ καὶ ὄχι πατρικαὶ! πρῶτον ἔκοψε τοὺς μαστούς της καὶ τοὺς ἔρριψεν εἰς τὸ βουνόν, ἔπειτα ἀπέτεμε τὴν πάντιμον αὐτῆς κεφαλὴν καὶ τὴν ἔρριψεν εἰς τὴν θάλασσαν, οὕτω δὲ ἡ μακαρία Μαρκέλλα ἔλαβε παρὰ Χριστοῦ τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως ὡς γέρας καὶ δῶρον τῆς σωφροσύνης της καὶ τῆς πρὸς αὐτὸν διαπύρου ἀγάπης της.