Τί δὲ ἦτο τὸ μέγα καὶ ἀνήκουστον κακὸν εἰς τοὺς Χριστιανούς; Εὑρὼν τὸν πατέρα της φαυλόβιον καὶ τῆς θείας χάριτος ἔρημον, κινεῖ καὶ διεγείρει αὐτὸν εἰς σαρκικὸν ἔρωτα αὐτῆς τῆς ἰδίας του θυγατρός, φεῦ τῆς κακίας καὶ πονηρίας τοῦ διαβόλου! φεῦ τῶν πονηρῶν αὐτοῦ μηχανημάτων! Τὴν μὲν Εὔαν ἠπάτησε διὰ τοῦ ὄφεως, ἐπειδὴ ἦτο συνηθισμένος ἐκεῖνος νὰ εἰσέρχηται συχνὰ εἰς τὸν Παράδεισον, τὴν δὲ Μαρκέλλαν ἐδοκίμασε νὰ ἀπατήσῃ μὲ τὸ μέσον τοῦ πατρός της, ἐπειδὴ ἦσαν ἡμέραν καὶ νύκτα ἀχώριστοι, ὡς πατὴρ καὶ τέκνον. Τιτρώσκει λοιπὸν καὶ πληγώνει αὐτόν, ὡσὰν μὲ βέλη φαρμακερά, μὲ τὸ κάλλος τῆς κόρης. Ἀρχίζει ὅθεν ὁ μιαρὸς νὰ τὴν βλέπῃ μὲ ἀκολάστους ὀφθαλμούς, ἐκ δὲ τῆς θεωρίας τοῦ ἔρχονται αἰσχραὶ προσβολαί, ἐκ τῶν προσβολῶν συνδυασμοί, ἐκ τῶν συνδυασμῶν συγκαταθέσεις καὶ ἐκ τῶν συγκαταθέσεων ἤρχισε καὶ νὰ ἀποτολμᾷ εἰς τὴν ἀθεσμοτάτην πρᾶξιν τῆς ἁμαρτίας, ἤτοι ἀπετόλμησεν ὁ ἀνόσιος νὰ λέγῃ μὲ μεγάλην αὐθάδειαν καὶ ἀναισχυντίαν πρὸς τὴν θυγατέρα αὐτοῦ δαιμονικὰ λόγια, διὰ νὰ τὴν φέρῃ εἰς τὴν πονηρὰν αὐτοῦ γνώμην, καταφρονῶν καὶ θείους καὶ ἀνθρωπίνους νόμους μὲ σκοπὸν νὰ τὴν ἔχῃ, ὦ τόλμης βαρβαρικῆς καὶ ἀθέου! νὰ τὴν ἔχῃ καὶ θυγατέρα καὶ γυναῖκα του!
Ἐταράχθη, ἔφριξεν ἡ σωφρονεστάτη Μαρκέλλα, οὔτε κἂν νὰ τὸν καλοακούσῃ ὑπέμεινε. Τί λοιπόν; Επιχειρεῖ καὶ βιαίως ὁ ἀπάνθρωπος πατὴρ νὰ ἐπιτύχῃ τοῦ μιαροῦ σκοποῦ του, ἡ δὲ φρόνιμος κόρη, τὴν βίαν φοβηθεῖσα, ἔφυγεν ἀπὸ τὴν πατρικήν της οἰκίαν καὶ ἀπὸ τὸ χωρίον, ὡσὰν νὰ ἐδιώκετο ἀπὸ Μαξιμιανοὺς ἤ Διοκλητιανοὺς ἢ Δεκίους, τοὺς ἀθέους ἐκείνους τυράννους, ἔφευγε δὲ εἰς τὰ ὄρη καὶ διέτριβεν ἐκεῖ κρυπτομένη καὶ παρακαλοῦσα τὸν νοητὸν αὐτῆς νυμφίον Χριστὸν νὰ τὴν σκεπάσῃ καὶ νὰ τὴν φυλάξῃ ἀμόλυντον. Τί δὲ ὁ κάκιστος πατήρ; τάχα ἦλθεν εἰς τὸν ἑαυτόν του; τάχα ἐντράπη διὰ τὴν ἀποστροφὴν τῆς θυγατρός του; τάχα ἐσωφρονίσθη; Ὄχι! Τὸ ἐναντίον μάλιστα· ἔγινεν ὅ,τι συμβαίνει, κατὰ τὸν Ἰουδαῖον Φίλωνα, ὅταν ὁ πονηρὸς οὗτος ἔρως δὲν ἠμπορῇ νὰ τελειωθῇ, δὲν παύει, ἀλλὰ περισσότερον αὐξάνει· «ἀποτυγχανόμενος ἔρως, οὐ μετρίως ἐπιτείνεται». Ὅθεν ἀποτυχὼν καὶ αὐτὸς ὁ ἀνόσιος, πλέον ἤναψεν ἀπὸ τὰς φλόγας τοῦ σατανικοῦ ἔρωτος· παρεφρόνησεν, ἐδαιμονίσθη καὶ ἐξῆλθε ζητῶν αὐτὴν εἰς τὰ βουνά.