Λαβὼν λοιπὸν αὐτὰ ὁ Ὅσιος, ἀνέγνωσεν εἰς διαφόρους τόπους καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε καιρὸν νὰ ἀντιγράψῃ αὐτὰ καὶ νὰ ἀναιρέσῃ τὰς αἱρέσεις ἐκείνας, ἐπειδὴ ἡ γυνὴ δὲν τοῦ ἄφηνε πολλὰς ἡμέρας, τί μηχανᾶται ὡς φρόνιμος; Ἑτοίμασε ψαρόκολλαν καλὴν καὶ ἐκόλλησε μὲ αὐτὴν ὅλα τὰ φύλλα ἐπιμελέστατα τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο, τόσον καλά, ὥστε δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ξεκολλήσουν πλέον, ἐὰν δὲν ἐσχίζοντο· κατόπιν τὰ ἔδεσεν ἀπ’ ἔξω καθὼς ἦσαν καὶ τὰ παρέδωκε τῆς γυναικός, ἡ ὁποία δὲν τὰ ἤνοιξεν, ἀλλὰ τὰ ἐφύλαξεν εἰς τὸν τόπον των. Μετὰ δὲ ἡμέρας τινὰς παρεκίνησε τοὺς Ὀρθοδόξους ὁ Ὅσιος νὰ κάμουν Σύνοδον, ἥτις νὰ διαλεχθῇ μὲ τὸν Ἀπολλινάριον διὰ νὰ γνωρισθῇ ἡ ἀλήθεια. Τούτου γενομένου, ἦλθεν εἰς τὴν Σύνοδον ὁ Ἀπολλινάριος, ὅστις ἦτο ὑπέργηρως καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ὁμιλῇ πολλὰ λόγια, εἶπε πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους ταῦτα· «Ἐγώ, Πατέρες Ἅγιοι, δὲν δύναμαι πλέον νὰ φιλονικῶ μὲ πολλοὺς φωνάζων· ἔχω ὅμως δύο βιβλία πολύτιμα, τὰ ὁποῖα ἔγραψα μὲ ἄμετρον ἐπιμέλειαν καὶ ἂς ἀναγνωσθοῦν εἰς τὴν Σύνοδον· καὶ ὅ,τι γράφουν τὰ βιβλία, αὐτὰ ὁμολογῶ καὶ ἐγὼ μὲ τὸ στόμα μου». Τότε ἐδοκίμασε νὰ ἀνοίξῃ τὸ ἕνα βιβλίον καὶ δὲν ἠδυνήθη νὰ εὕρῃ οὔτε ἀρχήν, οὔτε τέλος, οὔτε μέσην, διότι τὰ φύλλα ἔγιναν ἕνα σῶμα καὶ οὔτε νὰ τὰ σχίσῃ ἠδύνατο. Λαμβάνων καὶ τὸ ἄλλο βιβλίον, εὗρε καὶ αὐτὸ ὁμοίως ὡς καὶ τὸ πρότερον· ὅθεν ἐπῆρε τόσην λύπην καὶ ἀθυμίαν ἀπὸ τὴν ἐντροπήν του, ὥστε ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Σύνοδον· καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ὑποφέρῃ τὴν συμφοράν, κακῶς ὁ κακὸς ἐξέψυξεν. Οὕτως ἐλυτρώθησαν οἱ εὐσεβεῖς ἀπὸ τὴν μιαρὰν αὐτοῦ αἵρεσιν, αὐτὸς δὲ ὁ δείλαιος ἔλαβεν εἰς ἀμοιβὴν τῶν κόπων του τὸν πρέποντα θάνατον εἰς ἀρραβῶνα τῆς ἀτελευτήτου κολάσεως.
Τοιοῦτος ἦτο λοιπὸν κατὰ τὸν ζῆλον τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ Ὅσιος καὶ οὕτως εἰς τὴν ψυχὴν ἐκείνην ἦτο πεφυτευμένη πᾶσα ἀρετή, ὥστε δικαίως ἤθελε καλέσει τις αὐτὴν πηγὴν διαφόρων ναμάτων, ἢ λειμῶνα κεκοσμημένον διὰ ποικίλων ἀνθέων καὶ ρόδων, ἢ καὶ ἄλλον ἐπίγειον οὐρανόν, περιλαμπόμενον πάντοθεν ὑπὸ πολυφώτων ἀστέρων· ἢ καὶ Παράδεισον, ὡς τὸν τῆς Ἐδέμ, ὅστις οὐδέποτε ἐμαράνθη, ἀλλ’ ἦτο πάντοτε εὐθαλὴς καὶ γεμᾶτος καρποφόρων δένδρων καὶ καρπῶν ὡραίων καὶ ἀφθάρτων, ἄψαυστον ὅμως καὶ ἀνεπίβατον ὑπὸ τοῦ πονηροῦ ὄφεως, τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἐπιβούλου τῆς ἡμετέρας σωτηρίας.