τοῦ κάμουν ἐγκώμιον, οὔτε νὰ τὸν θάψουν μὲ ράσα καλά, οὔτε εἰς χωριστὸν τάφον, ἀλλὰ μὲ παλαιὰ καὶ ἄχρηστα εἰς τὸν τάφον τῶν ξένων· διότι (καθὼς ἔλεγεν) εἶχε συνθήκας μὲ τὸν Θεὸν νὰ ἐνταφιασθῇ μὲ τοὺς ξένους ὡς ξένος καὶ πάροικος. Ἦτο δὲ καὶ πολὺ φιλόξενος καὶ εὔσπλαγχνος εἰς τοὺς πένητας καὶ ὅταν εἶχεν, ἔδιδεν ἐλεημοσύνην ὅσην ἠδύνατο· ὅταν ὅμως δὲν εἶχεν (ἐπειδὴ ἦτο πτωχότατος καὶ τὸν περισσότερον καιρὸν δὲν τοῦ εὑρίσκετο τίποτε) ἔπαιρνε τοὺς ξένους καὶ τοὺς πένητας καὶ τοὺς ἐφίλευε μὲ τὴν σωτήριον διδασκαλίαν του, ὅπερ εἶναι, ὑπὲρ τὴν σωματικὴν βρῶσιν, ἀναγκαιότερον. Ἦτο δὲ καὶ τόσον λόγιος, ὥστε οἱ λόγοι του ἠδύναντο νὰ μαλάξουν πᾶσαν ψυχήν, νὰ παρηγορήσουν τὸν θλιβόμενον καὶ νὰ πραΰνουν τὸν ὀργιζόμενον. Ἀλλὰ καὶ ἡ ὄψις του, ἡ εὐταξία καὶ τὸ ἦθός του ἔκαμνε καθ’ ἕνα καὶ κατενύγετο ἡ καρδία του. Κατὰ δὲ τὴν Ὀρθοδοξίαν ἦτο σφόδρα ζηλωτὴς καὶ ἀκαταγώνιστος πρόμαχος τῆς ἀμώμου πίστεως καὶ ἀκούσατε μίαν μηχανὴν τὴν ὁποίαν ἔκαμεν ὁ σοφώτατος διὰ νὰ μὴ ζημιωθοῦν οἱ πιστοί.
Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτο ὁ δυσσεβὴς Ἀπολλινάριος, ὅστις ἐκαινοτόμησε πολλὰ ὀρθὰ δόγματα καὶ διδάγματα τῶν Διδασκάλων μας, διαστρέψας αὐτὰ εἰς τὴν μιαρὰν αὐτοῦ γνώμην καὶ ἔγραψε πολλὰ φλυαρήματα κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων, ὁ κακόδοξος. Συντάξας δὲ ἐπιμελῶς δύο βιβλία μὲ πολλοὺς κόπους καὶ βάσανα, τὰ εἶχεν ἕτοιμα διὰ νὰ ἀντιμάχεται μὲ τοὺς πιστούς, ὅταν εὕρῃ καιρὸν ἐπιτήδειον. Εἶχε δὲ οὗτος γυναῖκα τινὰ πολὺ ἠγαπημένην ὁμόγνωμον αὐτοῦ καὶ ὁμόφρονα, ὄχι μόνον εἰς τὴν αἵρεσιν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰς σαρκικὰς ἡδονὰς ὑπήκοον, καθὼς ἔλεγον οἱ γείτονες. Εἰς αὐτὴν λοιπὸν ἔδωκεν ὁ Ἀπολλινάριος τὰ δύο αὐτὰ βιβλία νὰ τὰ φυλάττῃ διὰ νὰ μὴ τοῦ τὰ κλέψουν οἱ Ὀρθόδοξοι. Τοῦτο μαθὼν ὁ Ἐφραὶμ προσεποιήθη ὅτι ἦτο εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ Ἀπολλιναρίου καὶ αὐτὸς πηγαίνων εἰς τὸν οἶκον ἐκείνης τῆς γυναικός, τῆς ἔδωκε δωρεὰν ἀπὸ τὴν ἔρημον χάριν εὐλογίας· καὶ οὕτως ἐπήγαινε πολλάκις, ὅταν ἔλειπεν ὁ Ἀπολλινάριος· καὶ ὅταν ἐγνώρισεν ὅτι δὲν εἶχεν ὑποψίαν τινὰ ἡ γυνὴ δι’ αὐτόν, τῆς ἐζήτησε τὰ βιβλία νὰ τὰ ἀναγνώσῃ, διὰ νὰ ἠξεύρῃ νὰ μάχεται μὲ τοὺς αἱρετικοὺς (οὕτως ὠνόμασε τοὺς Ὀρθοδόξους ὁ πάνσοφος, καθὼς τοὺς ἐθεωροῦσαν αὐτοὶ οἱ κακόδοξοι), διὰ νὰ μὴ τὸν νικήσουν ὡς ἀμαθῆ καὶ ἀπαίδευτον. Δελεασθεῖσα λοιπὸν ἡ γυνὴ ἀπὸ ταύτην τὴν πιθανοφανῆ μηχανὴν τοῦ μάκαρος, τοῦ ἔδωκε τὰ βιβλία, μὲ τὴν ὑπόσχεσιν νὰ τὰ ἐπιστρέψῃ τὴν ἄλλην ἡμέραν.