Τῇ ΚΗ’ (28ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΕΦΡΑΙΜ τοῦ Σύρου.

μίαν ἡμέραν ὁ Ὅσιος ἔβραζε μαγείρευμα, ἤνοιξεν ἐκείνη τὸ παράθυρον λέγουσα. «Ἀββᾶ, εὐλόγησον». Οὗτος δὲ τῆς ἀπήντησε μὲ ταπεινὴν φωνήν· «Ὁ Κύριος νὰ σὲ εὐλογήσῃ». Τότε ἐκείνη ἐγέλασεν ἄσεμνα λέγουσα· «Σοῦ λείπει τίποτε φαγητὸν νὰ σοῦ δώσω;». Λέγει ὁ Ὅσιος· «Τρεῖς λίθοι λείπουσι καὶ ὀλίγος πηλὸς νὰ κλείσωμεν αὐτὴν τὴν θυρίδα, νὰ μὴ μοῦ δώσῃς πλέον ἐνόχλησιν». Τότε ἡ ἀναίσχυντος δὲν ἐντράπη, ἀλλὰ ὡμολόγησε τὴν ἀλήθειαν λέγουσα· «Ἐγὼ σὲ ἐχαιρέτησα εὔσπλαγχνα, διότι ἔχω πόθον νὰ κοιμηθῶ μαζί σου καὶ σὺ ὑπερηφανεύθης εὐθὺς καὶ μοῦ λέγεις νὰ φράξω τὴν εἴσοδον;». Αὐτὰ καὶ ἕτερα ὅμοια τοῦ ἔλεγε, διότι καθολικὰ ὁ δαίμων τὴν παρεκίνησε νὰ πειράξῃ τὸν σώφρονα καὶ σεμνόν, ἡ ἄσεμνος. Ἀλλ’ ὅσον ἐκείνη τὸν παρεκίνει μὲ σατανικὰ λόγια εἰς ἄπρεπον ἔρωτα, τόσον αὐτὸς πάλιν τῆς ἀπεκρίνετο μὲ ψυχωφελῆ καὶ σωτήρια. Τέλος πάντων, βλέπων τὴν ἀναισχυντίαν της, εἶπε ταῦτα· «Ἐὰν ὀρέγεσαι νὰ κοιμηθῶμεν μαζί, ἂς ὑπάγωμεν ὅπου θέλω ἐγώ». Ἐκείνη δέ, νομίζουσα ὅτι εἶχε κελλίον τι ἀπόκρυφον καὶ ἤθελε νὰ κάμῃ ἐκεῖ τὴν ἁμαρτίαν, διὰ νὰ μὴ τὸν ἴδῃ κανείς, ἐχάρη καὶ τοῦ λέγει· «Ἂς ὑπάγωμεν ὅπου βούλεσαι». Ὁ δὲ εἶπεν εἰς αὐτήν· «Εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως θέλω νὰ ὑπάγωμεν». Ἡ δὲ ἀπεκρίθη· «Καὶ δὲν ἐντρέπεσαι τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θὰ μᾶς ἐμπαίζωσι;».

Τότε ὁ πάνσοφος, ἀφοῦ τὴν ἔφερε τεχνηέντως ἐκεῖ ὅπου ἤθελε καὶ διὰ τῶν ἰδίων αὐτῆς ὅπλων ἐπολέμησεν αὐτήν, ἀπεκρίνατο· «Τοὺς ἀνθρώπους ἐντρέπεσαι καὶ τὸν Θεὸν δὲν φοβεῖσαι, ταλαίπωρε, ὅστις βλέπει ὅλας τὰς πράξεις μας, εἴτε εἰς τὸ φανερὸν εἴτε εἰς τὸ ἀπόκρυφον γίνονται καὶ μᾶς δίδει δεινὴν τιμωρίαν καὶ αἰώνιον κόλασιν, διὰ τὴν ὀλίγην αὐτὴν ἀπόλαυσιν, ὅπου λαμβάνομεν ἁμαρτάνοντες;». Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ λέγων ὁ πάνσοφος, ἐψάρευσε τὴν πόρνην, τοῦ Θεοῦ συνεργήσαντος· καὶ τόσον φόβον ἐπῆρεν εἰς τὴν ψυχήν της ἀπὸ τὰ λόγια του, ὥστε μετενόησεν ἐξ ὅλης καρδίας δι’ ὅλα της τὰ ἁμαρτήματα, καὶ προσπίπτουσα μετὰ δακρύων εἰς τοὺς πόδας του, ἐζήτει νὰ τῆς συγχωρήσῃ τὴν ἄλογον ἐπιθυμίαν καὶ ἀκόλαστον γνώμην, τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰς ἐκεῖνον πρότερον καὶ νὰ τὴν διδάξῃ πῶς νὰ πορεύεται καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσῃ εἰς τόπον σωτήριον. Ὁ δὲ Ὅσιος ἐδέχθη τὴν μετάνοιαν αὐτῆς προθύμως καὶ νουθετήσας αὐτὴν νὰ μὴ ἐπιστρέψῃ πλέον εἰς τὰ πρότερα, ἀλλὰ νὰ πορεύεται μετὰ σωφροσύνης, ἐγκρατευομένη παντὸς ἀπρεποῦς λογισμοῦ καὶ ἀτόπου πράξεως, τὴν ἔβαλεν εἶτα εἰς Μοναστήριον· αὕτη δὲ ἐπολιτεύθη τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς της