Ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι κατέβαινον ἄνωθεν, μὲ ἕνα βιβλίον χειρόγραφον· καὶ ἠρώτα ὁ ἕνας Ἄγγελος τὸν ἄλλον. «Τίς νὰ εἶναι ἄξιος, νὰ λάβῃ τὴν βίβλον εἰς χεῖράς του;». Καὶ ἄλλος μὲν ἔλεγεν ἕνα, ἄλλος ἄλλον, τοὺς πλέον σώφρονας καὶ εὐλαβεῖς ὀνομάζοντες. Τέλος συνεφώνησαν ὅλοι οἱ Ἄγγελοι ὅτι ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἦτο ἄξιος διὰ τὸ βιβλίον καὶ τοῦ τὸ ἔδωσαν εἰς τὰς χεῖράς του· καὶ οὕτως ἔλαβε τέλος ἡ ὅρασις.
Τότε ὁ εὐλαβὴς ἐκεῖνος ἀνὴρ, ἠγέρθη ἔμφοβος καὶ πηγαίνων εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, εὗρε τον Ὅσιον Ἐφραὶμ διδάσκοντα τὸν λαὸν μὲ τὰ μελίρρυτα ἐκεῖνα λόγια καὶ ἐφανέρωσε τὴν ὅρασιν· καὶ ἀπ’ ἐκείνην τὴν ὥρα ἐξεχύθη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν Ὅσιον, τόσον ὥστε ἐκυματοῦσαν τὰ ρεῖθρα τῶν νοημάτων εἰς τὴν γλῶσσάν του καὶ ἐδίδασκε μὲ τόσην εὐκολίαν καὶ γρηγορότητα, ὥστε σοῦ ἐφαίνετο, ὅτι τὰ ἔβλεπε γεγραμμένα καὶ τὰ ἔλεγε· καὶ δὲν ἔφθανεν ἡ γλῶσσά του νὰ λέγῃ ὅσα ὁ νοῦς ἐγέννα μὲ τόσην ταχύτητα. Εἶχε δὲ ὁ Ὅσιος καὶ τὸ σωτήριον δάκρυον, καθὼς εἴπομεν, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν νύκτα, ὅτε ἠγρύπνει τὸ περισσότερον διὰ τὸ ἥσυχον καὶ προσηύχετο καὶ μόνον ὀλίγον ὕπνον ἐλάμβανε, ὅσον νὰ φυλάττῃ τὸ σῶμα ἄβλαβον, νὰ μὴ ἀσθενήσῃ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς κόπους καὶ πόνους, χαμευνίαν, σκληραγωγίαν καὶ κάκωσιν· ἐξόχως δὲ εἶχε τόσην ἀκτημοσύνην καὶ πτωχείαν ἑκούσιον, ὥστε ἄλλος δὲν τὸν ἐπέρασε, καθὼς αὐτὸς τὴν ὑστάτην ὥραν τῆς μεταστάσεώς του ἐμαρτύρησε, τὴν ἀλήθειαν λέγων· «Δὲν ἀπέκτησεν ὁ Ἐφραὶμ ἀργύριον ἢ χρυσίον ἢ βαλάντιον ἢ πήραν ἢ ράβδον, οὔτε ἄλλο πρᾶγμα ἐπίγειον, ἀλλὰ μόνον εἶχα τὸν πόθον εἰς τὰ οὐράνια ἀπὸ τὴν ὥραν ὅπου ἤκουσα ἀπὸ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, ὅτι προσέταξεν ὁ Δεσπότης τοὺς Ἀποστόλους του νὰ μὴ ἀποκτήσουν πρᾶγμα ἐπίγειον». Αὐτὰ εἶναι λόγια αὐτοῦ τοῦ τρισμάκαρος, τὰ ὁποῖα εἶναι πιστότερα παρὰ νὰ τὰ ἔλεγεν ἄλλος διὰ λόγου του. Ἴδετε λοιπὸν μὲ πόσον πόθον ἐφύλαττε τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου τὰ λόγια καὶ πόσον ἦτο ζηλωτὴς καὶ μιμητὴς τοῦ Διδασκάλου καὶ Σωτῆρός μας καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ὁ ἀείμνηστος.
Ταπεινοφροσύνην δὲ καὶ μετριότητα εἶχε τόσην ὁ Ὅσιος, ὥστε ἔτρωγε μὲ την στάκτην τὸν ἄρτον καὶ ἔσμιγε το ὕδωρ μὲ δάκρυα. Ὅσους δὲ τὸν ἐπαινοῦσαν καὶ τὸν ἐνεκωμίαζον ὄχι μόνον τοὺς ἐδίωκεν, ἀλλὰ καὶ πολὺ τοὺς ἐχθρεύετο, καθὼς ἄλλος μισεῖ ἐκεῖνον ὅστις τὸν περιγελᾷ καὶ τὸν ἐμπαίζει, καὶ ἐκοκκίνιζεν ἡ ὄψις του καὶ ἵδρωνεν ἀπὸ τὸν πόνον τὸν ὁποῖον ἠσθάνετο ἡ ψυχή του, ὅταν τις τὸν εὐφήμιζεν. Ὄχι δὲ μόνον ζῶν εἶχε τοσαύτην ταπείνωσιν, ἀλλὰ καὶ τὴν ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔμελλε νὰ τελευτήσῃ, προσέταξε μὲ ἀφορισμὸν νὰ μὴ τοῦ ψάλῃ κανεὶς τροπάρια, μήτε νὰ