θανατωθῇ ὁ ὑβριστὴς τοῦ Μωαμεθανισμοῦ, μᾶλλον δὲ συνήργησε πρὸς τοῦτο ἡ μιαιφόνος, μισάνθρωπος καὶ μιαρωτάτη ψυχὴ τινὸς Σιὲχ Ἀλῆ ὀνομαζομένου, τὸν ὁποῖον ἐτίμων κατὰ πολὺ πάντες οἱ Ὀθωμανοὶ καὶ ὁ ὁποῖος μετὰ τῶν περὶ αὐτὸν παρουσιάσθη δὶς πρὸς τὸν βεζύρην καὶ τὸν παρεκίνησεν εἰς φόνον τοῦ Ἁγίου, ὅστις διὰ τὸ θρησκευτικὸν αὐτῶν σέβας συγκατένευσεν. Οὕτω λοιπὸν τοὺς ἔδωκε τὴν ἀπόφασιν καὶ λαβόντες τὸν Ἅγιον ἄγουσιν αὐτὸν πρῶτον εἰς τὴν φυλακήν, λέγουσι δὲ τινές, ὅτι τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἐξέδωκεν ὁ κριτὴς τὴν ἀπόφασιν ἔγινε μία ὑπερβολικὴ ἀστραπὴ καὶ ἠκούθη κρότος τις τρομερός, ἐγένετο δὲ καὶ ἀναβρασμὸς τῆς λίμνης τόσος ὥστε ἐτρόμαξαν οἱ ἄνθρωποι.
Ταῦτα μαθόντες οἱ Χριστιανοὶ κατέβαλον πᾶσαν προσπάθειαν, ἵνα διὰ πρεσβειῶν ἐλευθερώσουν τὸν Γεώργιον, μάλιστα δὲ οἱ Ἀρχιερεῖς ὅ τε Ἰωαννίνων Ἰωακεὶμ ὁ Χῖος, ὅστις ἦτο ὁ μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωακεὶμ Β’, ὁ Ἄρτης Νεόφυτος καὶ ὁ Γρεβενῶν, μὲ τοὺς προὔχοντας τῆς πόλεως καὶ τοὺς συγγενεῖς τοῦ Ἁγίου, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθησαν νὰ ἐπιτύχωσι τίποτε. Παρρησιάσθησαν δὲ καὶ εἰς τὸν βεζύρην, εἰς τὸν ὁποῖον ἀπέδειξαν ὅτι ὁ Ἅγιος ἦτο ἀπερίτμητος καὶ ἐζήτουν τὴν ἀπελευθέρωσίν του, αὐτὸς δὲ τοὺς ἀπεκρίθη, ὅτι «αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἶναι τοῦ καδῆ καὶ δὲν ἠμπορῶ ἐγὼ νὰ τὸ ἀναιρέσω». Δὲν ἔλειπον ὅμως ἀπὸ τοῦ νὰ στέλλουν καὶ ἀνθρώπους εἰς τὴν φυλακὴν διὰ νὰ τὸν παρακινῶσιν εἰς τὸ μαρτύριον, μᾶλλον δὲ οἱ εἰρημένοι Χαραλάμπης καὶ Γεώργιος δὲν ἔπαυον πάντοτε ἀπὸ τοῦ νὰ τὸν νουθετῶσιν, αὐτὸς δὲ τοὺς ἔλεγε· «Μὴ πτοεῖσθε, ἀδελφοί, καὶ ἐγὼ θὰ μαρτυρήσω διὰ τὸν Χριστόν μου προθυμότατα». Ἦτο δὲ ὁ εὐλογημένος τόσον ἥσυχος, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος τὸ ἔλεγεν καὶ μάλιστα ἡ γυνή του, ὅσον οὐδεὶς ἄλλος· ὅσας δὲ ἡμέρας ἐκάθησεν εἰς τὴν φυλακήν, ἐπήγαινον ἐκεῖνοι οἱ τρισκατάρατοι καὶ τὸν παρακινοῦσαν λέγοντές του νὰ τουρκεύσῃ, ὁ δὲ Ἅγιος ἄλλο δὲν τοὺς ἔλεγεν, εἰμὴ μόνον τό, «Χριστιανὸς εἶμαι». Οἱ δὲ ἄλλοι ἐν τῇ φυλακῇ εὑρισκόμενοι Χριστιανοὶ τὸν ἐπαρακινοῦσαν νὰ τοὺς ἐπιπλήττῃ, αὐτὸς ὅμως τοὺς ἔλεγεν· «Τώρα θὰ σπάσω ἐγὼ τὸ κεφάλι μου νὰ φωνάζω; τοὺς εἶπα, Χριστιανὸς εἶμαι». Ὁ δὲ ἐπάρατος δεσμοφύλαξ δὲν ἀπέλειπε νὰ τὸν ἐνοχλῇ πάντοτε, λέγων εἰς αὐτόν· «Μπρὲ Γεώργιε, τούρκευσε τώρα διὰ νὰ γλυτώσῃς τὸν θάνατον καὶ ἔπειτα πηγαίνεις εἰς τὴν Ἑλλάδα ἢ ἀλλοῦ καὶ γίνεσαι πάλιν Χριστιανός». Ὁ δὲ Ἅγιος, στοχαζόμενος τὰ ψυχοφθόρα του λόγια, τοῦ ἔλεγε μὲ τὴν φυσικήν του ἁπλότητα· «Ἐγὼ Χριστιανὸς ἀποθνήσκω, τὶ τὸ μετὰ ταῦτα;».