Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος ΓΕΩΡΓΙΟΥ τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωλη’ (1838).

προθυμία, οὐρανίων ἐπαίνων ἀξία! (Συνέπεσε δὲ τότε νὰ εἶναι γραμματεὺς τοῦ καδῆ Γεώργιός τις ἀνεψιὸς τοῦ Οἰκονόμου ἀπὸ τὰ Δολιανά, ὅστις καὶ μᾶς διηγήθη τὰ γενόμενα). Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ Τοῦρκοι ἐξωργίσθησαν, ἐρευνήσαντες δὲ διὰ νὰ ἴδουν ἂν εἶναι περιτετμημένος δὲν εἶδον τίποτε. Ἄγουν ὅμως τὸ πρόβατον τοῦ Χριστοῦ οἱ ἀναίσχυντοι ἀπὸ τὸν καδῆν εἰς τὸν ἀνθύπατον, ἐρωτᾶται δὲ καὶ ἐκεῖ καὶ πάλιν ἀποκρίνεται τὰ ἴδια καὶ τέλος διὰ προσταγῆς τοῦ ἀνθυπάτου φυλακίζεται.

Ἐγκλεισθεὶς εἰς τὴν φυλακὴν ὁ Ἅγιος εὗρεν ἐκεῖ καὶ ἄλλους πολλοὺς Χριστιανοὺς και μάλιστα δύο Βουρμπιανίτας, Χαράλαμπον καὶ Γεώργιον ὀνομαζομένους, οἵτινες βλέποντες αὐτὸν τὸν ἠρώτησαν διὰ ποίαν αἰτίαν ἐφυλακίσθη καὶ ὁ Ἅγιος τοὺς διηγήθη τὰ κατ’ αὐτόν. Ἐκεῖνοι δὲ πληροφορηθέντες τὰ γενόμενα καὶ βλέποντές τον ὀλιγόλογον ἐκ φύσεως, ἠννόησαν ὅτι πρόκειται περὶ πίστεως. Ὅθεν ἤρχισαν νὰ τὸν ἐνθουσιάζουν πρὸς τὸ μαρτύριον μὲ λόγους παραινετικούς. Ὅταν ἐξημέρωσεν ἡ Πέμπτη, ἄγουσι καὶ πάλιν τὸν Ἅγιον εἰς τὸν καδῆν, ὁ ὁποῖος τὸν παρεκίνει μὲ τοὺς παρακαθημένους του εἰς τὸ νὰ τουρκέψῃ, αὐτὸς ὃμως ἕνα λόγον ἔλεγεν· «Χριστιανὸς εἶμαι, Χριστιανὸς ἀποθνῄσκω». Ἄγεται λοιπὸν εἰς τὸ δεσμωτήριον καὶ βάζουν τοὺς πόδας του εἰς τὸ ξύλον, ἐπάνω δὲ αὐτοῦ ἔθεσαν πλάκα βάρους πενῆντα περίπου ὀκάδων, αὐτὸς ὅμως ἐκοιμήθη τόσον ἐλαφρὰ καὶ τόσον γλυκά, ὥστε δὲν ἠσθάνθη τελείως τὸ βάρος, ἀλλ’ ὡς νὰ ἦτο σκεπασμένος μὲ ἐφαπλώματα οὕτω τοῦ ἐφαίνετο. Ὅταν ἐξύπνησε, τὸν ἠρώτησαν οἱ ἄλλοι· «Ἀδελφέ, πῶς ἐπέρασες τὴν νύκτα; ἡμεῖς ἐφοβήθημεν μὴ ἀποθάνῃς ἀπὸ τὸ βάρος τῆς πέτρας». Ὁ δὲ Ἅγιος τοὺς εἶπεν· «Ἐγὼ δὲν ᾐσθάνθην οὐδένα πόνον, μάλιστα δὲ εἶδον καὶ ὀπτασίαν τινά, ἥτις μὲ ἐνίσχυσε διότι νέος τις λευκοφορεμένος ἦλθε καὶ μοῦ εἶπε τουρκιστί: «Μὴ φοβεῖσαι, Γεώργιε».

Τὸ δὲ Σάββατον ἄγεται πάλιν ἐκ τρίτου εἰς τὸν καδῆν, διὰ νὰ κηρύξῃ καὶ ἐκ τρίτου τὴν Ἁγίαν Τριάδα. Ὁ δὲ καδῆς τοῦ λέγει· «Τὶ ἀπεφάσισες; γνώριζε ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα νὰ θανατωθῇς καὶ θὰ ἐκδώσω τὴν πρὸς τοῦτο ἀπόφασιν». Ὁ Ἅγιος ὅμως, μηδὲν φοβηθεὶς, εἶπε θαρσαλέως πρὸς αὐτόν· «Ὅ,τι θέλεις κάμε, δὲν σὲ φοβοῦμαι καθόλου· ὄχι μίαν ἀπόφασιν, ἀλλὰ ἑκατὸν καὶ ἂν ἐκδώσῃς, ἐγὼ Χριστιανὸς ἐγεννήθην, Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θὰ ἀποθάνω». Βλέπων τὴν γενναιότητα ταύτην ὁ καδῆς ἐβουλήθη νὰ τὸν ἀπολύσῃ, ὅμως τὸ τρισκατάρατον, βαρβαρικώτατον καὶ δεισιδαιμονέστατον γένος τῶν Τούρκων Ἰωαννιτῶν ἔκραζον ζητοῦντες νὰ


Yποσημειώσεις

[1] Τὸ χωρίον τοῦτο ἔχει μετονομασθῆ σήμερον εἰς Ἅγιον Γεώργιον.

[2] Αὐτὸ ἔφερον ὡς σημεῖον τότε ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ κατὰ διαταγὴν τοῦ τότε διοικητοῦ Ἰμὶν πασᾶ· ἦτο δὲ τοῦτο μέλαν.

[3] Πρόκειται περὶ τοῦ βυζαντινοῦ καὶ τουρκικοῦ ὡρολογίου, κατὰ τὸ ὁποῖον ἡ τρίτη ὥρα ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν 9ην πρωϊνὴν περίπου.