Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἀρχιδιάκονος ὑπεσχέθη νὰ κάμῃ εἰς τοὺς πτωχοὺς ἐλεημοσύνας ὅσον ἔπρεπε, παρεκάλεσε δὲ τὸν Ἅγιον νὰ ὑπάγῃ καὶ εἰς ἄλλο χωράφιόν του καὶ ἀμπέλιον, νὰ δώσῃ τὴν εὐλογίαν του. Ἐπῆγε καὶ εἰς αὐτὸ ὁ Ἅγιος καὶ ὅταν τὸ εἶδε ὅτι ἦτο ἄσπαρτον, τὸν ἠρώτησε· «Διατὶ δὲν τὸ ἔσπειρες;». Καὶ τοῦ ἀπεκρίθη δακρύζων· «τὸ ἔσπειρα, Δέσποτα, ἀλλὰ διὰ τὰς ἁμαρτίας μου δὲν ἔβρεξε νὰ φυτρώσῃ καὶ θλίβομαι, διότι χίλια μόδια κάμνει, ὅταν ἐπιτύχῃ, καὶ τώρα δὲν κάμνει τίποτε». Τότε ὁ Ἅγιος τὸν παρηγόρησε λέγων· «Μὴ λυπεῖσαι, ὅτι δυνατὰ πάντα τῷ πιστεύοντι· ὁ Κύριος νὰ τὸ εὐλογήσῃ νὰ κάμῃ καὶ τώρα χίλια μόδια, ὅτι δὲν εἶναι εἰς τὸν Θεὸν κανένα πρᾶγμα ἀδύνατον· μόνον τὸν καιρὸν τοῦ θέρους σύναξε τὸν καρπόν του καὶ ἁλώνισέ τον χωριστὰ καὶ μέτρησέ τον καὶ θὰ εὕρῃς χίλια μόδια». Τότε ἐπῆγε καὶ εἰς τὸ ἀμπέλι του καὶ τὸ ηὐλόγησεν, ὅπου ἦτο ἀπὸ τὴν ἀβροχίαν κατάξηρον καὶ τοῦ λέγει· «Μὴ πικραίνεσαι καὶ δι’ αὐτό, ὅτι ὁ Κύριος σοῦ δίδει καὶ ἐδῶ πολλὴν εὐλογίαν, ὡς εὔσπλαγχνος».
Ὅταν δὲ ἤθελε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν ἐπαρχίαν του ὁ Ἅγιος, ἐπῆγε καὶ ἀπεχαιρέτησε τὸν ἄνω εἰρημένον Μητροπολίτην καὶ τοῦ λέγει· «Γνώριζε ὅτι εἰς ὀλίγας ἡμέρας ὑπάγεις πρὸς Κύριον, καθὼς ἐκεῖνος μοῦ ἐφανέρωσε καὶ ἀφήνεις διάδοχον Ὑπατιανὸν τὸν Ἀρχιδιάκονον». Ταῦτα εἰπών, αὐτὸς μὲν εἰσῆλθεν εἰς πλοῖον καὶ ἀπῆλθεν εἰς Λάμψακον, ὁ δὲ Ἡρακλείας ἀπέθανε καὶ ἐχειροτόνησαν τὸν Ὑπατιανόν, καθὼς ὁ Ἅγιος προεφήτευσεν. Ὅταν δὲ ἦλθε καιρὸς τοῦ θέρους, ἐσύναξε τὸν καρπὸν τοῦ μεγάλου χωραφίου χωριστὰ καὶ τὸν ἁλώνισε καὶ μετρήσας αὐτόν, εὑρέθη σωστὰ χίλια μόδια· ὡσαύτως καὶ τὸ ἀμπέλιον ἔκαμεν οἶνον πολὺν καὶ καλόν, ὁ δὲ Μητροπολίτης Ὑπατιανός, ὡς εὐγνώμων καὶ καλοπροαίρετος, ἐπῆρε πολὺν σῖτον καὶ οἶνον καὶ τὰ ἐπῆγεν εἰς τὸν Ἅγιον, διὰ νὰ μὴ φανῇ πρὸς τὴν εὐεργεσίαν ἀχάριστος. Ὁ Ἅγιος ὅμως τὸν ἐπρόσταξε νὰ τὰ δώσῃ εἰς τὸν Δεσπότην Χριστόν, διότι ἦσαν ἰδικά του χαρίσματα. Ἐπιστρέψας λοιπὸν ὁ Μητροπολίτης εἰς τὴν Ἡράκλειαν διεμοίρασε τὸν σῖτον καὶ τὸν οἶνον εἰς πένητας καὶ διηγεῖτο εἰς ὅλους τὰ τοῦ Ὁσίου θαυματουργήματα.