ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ὁ πιστὸς καὶ εὔχρηστος τοῦ Χριστοῦ δοῦλος ἐγεννήθη εἰς τὴν Μελιτούπολιν [1], εἰς τὴν ὁποίαν ἦτο ὁ πατὴρ αὐτοῦ Διάκονος, Χριστόδουλος ὀνομαζόμενος. Περισσότερα περὶ τῆς γεννήσεως καὶ ἀνατροφῆς αὐτοῦ δὲν ἠδυνήθημεν νὰ εὕρωμεν εἰς οὐδὲν βιβλίον, διότι οὐδεὶς ἄλλος ἔγραψε ταῦτα εἰμὴ μόνον ἰδιώτης τις, Κρισπῖνος ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος ἔγραψε μὲ πολλὴν συντομίαν ὀλίγα τινὰ ἀπὸ τὰ πολλά του τεράστια, τὰ ὁποῖα καὶ ἡμεῖς μεταφέρομεν ἐνταῦθα, μὴ γράφοντες περισσότερα, διὰ νὰ μὴ φύγωμεν ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν καὶ προσέχετε ἀκριβῶς τὴν γλυκυτάτην ταύτην διήγησιν, ἵνα πολλὴν λάβετε τὴν εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν.
Ὁ θαυμάσιος οὗτος Ἱεράρχης Παρθένιος δὲν ἔμαθεν ἀπὸ παιδίον πολλὰ γράμματα, μόνον ὀλίγα, ἀλλ’ ὅμως ἦτο ἀκροατὴς τῶν Ἁγίων Γραφῶν ἐπιμελέστατος, ἀπὸ μικρᾶς δὲ ἡλικίας ἠξιώθη τῆς θείας Χάριτος καὶ ἔκαμνε μεγάλα θαυμάσια, διότι ἦτο κατὰ πολλὰ πρὸς τοὺς πτωχοὺς συμπαθὴς καὶ φιλάνθρωπος, καὶ ἀκούσατε. Ὑπῆρχε λίμνη τις πλησίον τῆς πόλεως, εἰς τὴν ὁποίαν πολλάκις ἐψάρευε καὶ ἀπὸ ὅσα ψάρια ἔπιανε, δὲν ἔτρωγεν, οὔτε τὰ ἐχάριζε πλουσίου τινός, ἀλλὰ τὰ ἐπώλει καὶ ἔδιδεν εἰς τοὺς πτωχοὺς τὰ χρήματα, διὰ νὰ τὸν ἐλεήσῃ καὶ αὐτὸν ὁ Κύριος. Ἀπὸ τὴν λαμπρότητα λοιπὸν τοῦ βίου του καὶ ἀπὸ τὰ παράδοξα θαύματα, τὰ ὁποῖα ἔκαμεν, ἔγινε πανταχοῦ ἐπίσημος καὶ περίφημος, διότι πολλοὺς δαιμονιζομένους ἰάτρευσεν, ἀπὸ τὴν πολλήν του φιλανθρωπίαν καὶ ταπείνωσιν. Ταῦτα μαθὼν ὁ τῆς Μελιτουπόλεως Ἐπίσκοπος, Φιλητὸς καλούμενος, τὸν προσεκάλεσε καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ δεχθῇ νὰ τὸν χειροτονήσῃ Πρεσβύτερον, ἀλλὰ αὐτός, ὡς ταπεινόφρων, δὲν ἐδέχετο, νομίζων ὅτι ἦτο ἀνάξιος· ἐκεῖνος ὅμως καὶ ἀκουσίως τὸν ἠξίωσε τοιαύτης ἀξίας, ὡς ἀξιώτατον. Ὅταν λοιπὸν ἔλαβε τὴν θείαν Χάριν εἰς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ δαψιλέστερον, ἐτέλει καθ’ ἑκάστην ἄπειρα θαύματα, διότι ὁ Κύριος ἠθέλησε νὰ τὸν δοξάσῃ καὶ ἐδῶ καὶ νὰ θεραπεύσῃ διὰ μέσου αὐτοῦ πολλοὺς πάσχοντας. Ἀπὸ τὰ πολλὰ λοιπόν, τὰ ὁποῖα ἐτέλεσε, γράφομεν ὀλίγα εἰς πίστωσιν.
Ἡμέραν τινὰ περιπατῶν εἰς τὴν ὁδὸν ὁ Ὅσιος ἀπήντησεν ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον εἶχε κτυπήσει ταῦρος εἰς τὸ πρόσωπον με τὸ κέρατον. Ἐκ τοῦ κτυπήματος ἐβγῆκεν ὁ ὀφθαλμός του καὶ ἐκρέματο, ἐκράτει δὲ τοῦτον ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν χεῖρα του ὀδυρόμενος καὶ ζητῶν βοήθειαν, ἦτο δὲ ἐλεεινὸν εἰς τοὺς ὁρῶντας θέαμα. Τοῦτον ἰδὼν ὁ φιλανθρωπότατος Παρθένιος ἐλυπήθη καὶ λαμβάνων εἰς τὴν δεξιάν του τὸν ὀφθαλμόν, ἔβαλεν αὐτὸν ἐπιδέξια εἰς τὸν τόπον του, διὰ τῆς πρὸς Θεὸν δὲ προσευχῆς του καὶ μὲ ἁγίασμα μὲ τὸ ὁποῖον τὸν ἔχρισεν, ἰατρεύθη τελείως εἰς τρεῖς ἡμέρας καὶ ἔμεινεν ὑγιής, ὡς τὸ πρότερον.