Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος ΦΩΤΕΙΝΗΣ τῆς Σαμαρείτιδος, εἰς τὴν ὁποίαν ὡμίλησεν ὁ Χριστὸς ἐν τῷ φρέατι, καὶ τῶν σὺν αὐτῇ (ἤτοι τῶν πέντε αὐτῆς ἀδελφῶν καὶ τῶν δύο αὐτῆς υἱῶν, καὶ Σεβαστιανοῦ τοῦ Δουκός).

οἱ Ἅγιοι ὕμνουν καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, τὰ δὲ δηλητηριώδη θηρία, τὰ ὁποῖα ἦσαν εἰς τὴν φυλακήν, ἀπενεκρώθησαν, ἡ δυσωδία μετεβλήθη εἰς εὐωδίαν ἀνείκαστον, τὸ σκότος ἔγινε φῶς ὑπέρλαμπρον καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, σταθεὶς εἰς τὸ μέσον τῶν Ἁγίων, εἶπε πρὸς αὐτούς· «Εἰρήνη ὑμῖν». Ἔπειτα, κρατήσας ἀπὸ τὴν χεῖρα τὴν μακαρίαν Φωτεινήν, τὴν ἐσήκωσεν ἐπάνω καὶ εἶπε· «Χαίρετε πάντοτε, ὅτι ἐγὼ εἶμαι μαζί σας ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σας». Παρευθὺς δὲ μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ἀνέβλεψαν καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν Μαρτύρων, οἵτινες ἰδόντες τὸν Κύριον Τὸν ἐπροσκύνησαν, εὐλογῶν δὲ ὁ Κύριος αὐτοὺς εἶπεν· «Ἀνδρίζεσθε καὶ ἐνδυναμοῦσθε». Ἔπειτα ἀνέβη εἰς τοὺς οὐρανούς, ἐνῷ ἀπὸ τὰ σώματα τῶν Ἁγίων ἔπεσαν αἱ πληγαὶ ὡσὰν λέπια καὶ ἰατρεύθησαν καθὼς ἦσαν καὶ πρότερον. Ὁ δὲ θεόργιστος Νέρων ἐπρόσταξε νὰ μείνουν οἱ Ἅγιοι μέσα εἰς τὴν φυλακὴν τρεῖς χρόνους, διὰ νὰ ταλαιπωρηθοῦν καὶ νὰ κακοπαθήσουν ἐκεῖ μέσα μὲ κάθε εἴδους κακοπάθειαν, οὕτως ὥστε νὰ ἀποθάνουν μὲ θάνατον φρικτόν.

Μετὰ τοὺς τρεῖς χρόνους, ἔχων ὁ βασιλεὺς κλεισμένον μέσα εἰς ἐκείνην τὴν φυλακὴν ἕνα ὑπηρέτην του, ἔστειλεν ἀνθρώπους του διὰ νὰ τὸν ἀποφυλακίσουν· ὅταν ὅμως ἐπῆγαν οἱ ἀπεσταλμένοι εἰς τὴν φυλακὴν δι’ αὐτὸν τὸν σκοπόν, εἶδαν τοὺς Μάρτυρας ὅτι ἦσαν ὑγιεῖς καὶ ἀνέφεραν εἰς τὸν βασιλέα, ὅτι οἱ Γαλιλαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐτυφλώθησαν, τώρα βλέπουν καὶ εἶναι ὑγιεῖς, ἡ δὲ φυλακὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ φῶς καὶ εὐωδίαν ἄρρητον καταστᾶσα οἶκος ἅγιος, εἰς τὸν ὁποῖον δοξολογεῖται ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, συντρέχουν δὲ ἐκεῖ πλήθη ἀνθρώπων, οἵτινες, πιστεύοντες εἰς τὸν Θεόν των, βαπτίζονται ἀπὸ αὐτούς. Ταῦτα ἀκούσας ὁ Νέρων ἔγινεν ἔξω φρενῶν καὶ ἀποστείλας στρατιώτας ἔφερε τοὺς Ἁγίους ἔμπροσθέν του λέγων· «Δὲν σᾶς ἐπρόταξα νὰ μὴ κηρύττετε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Πῶς λοιπὸν κηρύττετε μέσα εἰς τὴν φυλακήν; Διὰ τοῦτο ἔχω νὰ σᾶς κάμω πολλὰς τιμωρίας». Οἱ Ἅγιοι τοῦ εἶπαν· «Ὅ,τι θέλεις κάμε· ἡμεῖς δὲν θέλομεν παύσει ἀπὸ τοῦ νὰ κηρύττωμεν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ὡς Θεὸν ἀληθινὸν καὶ ποιητὴν τοῦ παντός».

Ἀκούσας τοῦτο ὁ τύραννος, ἤναψεν ἀπὸ θυμὸν καὶ ἐπρόσταξε νὰ σταυρώσουν τοὺς Ἁγίους μὲ την κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω, νὰ ξέουν δὲ τὰς σάρκας των τρεῖς ἡμέρας, ἕως ὅτου νὰ διαλυθοῦν αἱ ἁρμονίαι των. Ἀφοῦ δὲ ἔκαμαν τοῦτο οἱ θηριώδεις καὶ ἀπάνθρωποι ὑπηρέται, τοὺς ἄφησαν κρεμασμένους ἄλλας τέσσαρας ἡμέρας, ὁρίσαντες φύλακας διὰ νὰ τοὺς φυλάττουν. Ἔπειτα ἐπῆγαν νὰ ἴδουν ἐὰν ἔζων ἀκόμη καὶ καθὼς τοὺς εἶδαν κρεμασμένους, εὐθὺς ἐτυφλώθησαν. Ἄγγελος δὲ Κυρίου


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε περὶ Νέρωνος ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῶν σελίδων 319-320 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου.

[2] Καρθαγένη ἢ Καρχηδὼν· πόλις τῆς βορείου Ἀφρικῆς, περὶ ἧς βλέπε ἐκτενὴ ὑποσημείωσιν εἰς τὸν Βίον τῶν Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης, τῇ β’ (2ᾳ) τοῦ μηνὸς Ὀκτωβρίου ἐν τόμῳ Ι’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».