Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος ΦΩΤΕΙΝΗΣ τῆς Σαμαρείτιδος, εἰς τὴν ὁποίαν ὡμίλησεν ὁ Χριστὸς ἐν τῷ φρέατι, καὶ τῶν σὺν αὐτῇ (ἤτοι τῶν πέντε αὐτῆς ἀδελφῶν καὶ τῶν δύο αὐτῆς υἱῶν, καὶ Σεβαστιανοῦ τοῦ Δουκός).

ὁ δὲ δεύτερος, ὅστις εἶναι μαζί μου λέγεται Ἰωσῆς». Καὶ ὁ Νέρων τοὺς λέγει· «Ὅλοι σας συνεφωνήσατε νὰ τιμωρηθῆτε διὰ τὸν Ναζωραῖον καὶ νὰ ἀποθάνετε δι’ αὐτόν;». Ἀπεκρίθη τότε ἡ Ἁγία Φωτεινή· «Ναί· ὅλοι μας, χαίροντες καὶ ἀγαλλόμενοι, ἀποθνῄσκομεν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Κυρίου μας».

Τότε ἐπρόσταξεν ὁ τύραννος νὰ κατασυντριβοῦν οἱ ἁρμοὶ τῶν χειρῶν των μὲ σφαῖρας σιδηρᾶς. Ἁρπάσαντες δε τοὺς Ἁγίους οἱ ὑπηρέται τοῦ Νέρωνος τοὺς ἔφεραν εἰς τὸν τόπον τῆς βασάνου, ἐκεῖ δέ, ἀφοῦ ἔβαλαν οἱ Ἅγιοι τὰς χεῖρας των ἐπάνω εἰς τὸ ἀμόνι, ἤρχισαν οἱ φονεῖς ἐκεῖνοι νὰ τὰς κτυποῦν μὲ τὰς σφαῖρας. Ἀπὸ τὴν τρίτην ὥραν τῆς ἡμέρας ἕως τὴν ἕκτην ὥραν ἠλλάχθησαν τρεῖς φορὰς ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐκτύπων. Οἱ Μάρτυρες ὅμως οὐδόλως ᾐσθάνοντο τὴν τιμωρίαν των, οὔτε αἱ χεῖρες των συνετρίβησαν καθόλου. Τοῦτο ἀκούσας ὁ Νέρων ἐταράχθη διὰ τὸ παράδοξον τοῦ θαύματος καὶ ἐπρόσταξε νὰ κοποῦν αἱ χεῖρες των. Παρευθὺς οἱ ὑπηρέται, ἁρπάσαντες τὴν Ἁγίαν Φωτεινὴν καὶ δέσαντες τὰς χεῖρας της, τὰς ἔβαλαν ἐπάνω εἰς τὸ ἀμόνι καὶ λαβόντες τὰς μαχαίρας των ἐκτυποῦσαν μὲ αὐτὰς πολλάκις ἐπάνω εἰς τὰς χεῖρας της, δὲν κατώρθωσαν ὅμως τίποτε, ἐνῷ παρελύθησαν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐκτύπων καὶ ἔπεσαν κάτω ὡς νεκροί, ἡ δὲ Ἁγία διεφυλάχθη ἀβλαβὴς καὶ ηὐχαρίστει τὸν Θεόν, λέγουσα· «Κύριος ἐμοὶ βοηθὸς καὶ οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος» (Ψαλμ. ριζ’ 6).

Ἤρχισε λοιπὸν ὁ βασιλεὺς νὰ ἀπορῇ καὶ νὰ διαλογίζηται τί νὰ πράξῃ διὰ νὰ νικήσῃ τοὺς Μάρτυρας καὶ νὰ τοὺς φέρῃ εἰς τὴν γνώμην του καὶ τοὺς μὲν ἄνδρας προστάζει νὰ βάλουν μέσα εἰς σκοτεινὴν φυλακήν, τὴν δὲ Ἁγίαν Φωτεινὴν ὁμοῦ μὲ τὰς πέντε ἀδελφάς αὐτῆς, νὰ τὰς φέρουν μέσα εἰς τὸ χρυσὸν κουβούκλιον, νὰ ἑτοιμάσουν δὲ χρυσῆν τράπεζαν καὶ ἑπτὰ θρόνους χρυσοὺς καὶ χρώματα πολλὰ καὶ στολίδια χρυσᾶ καὶ φορέματα καὶ ζώνας χρυσᾶς· ἔπειτα ἐπρόσταξε καὶ τὴν θυγατέρα του Δομνῖναν νὰ ὑπάγῃ καὶ ἐκείνη εἰς τὸ κουβούκλιον μὲ ὅλας τὰς δουλευτρίας της καὶ νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὰς Ἁγίας, νομίζων, ὁ ματαιόφρων, ὅτι μὲ αὐτὰ τὰ δελεάσματα θέλει μεταστρέψει τὴν γνώμην αὐτῶν· ὑπεσχέθη δὲ εἰς τὰς Ἁγίας ὅτι, ἐὰν ἀρνηθῶσι τὸν Χριστόν, θέλει ἔχει αὐτὰς εἰς τοιαύτην περιποίησιν καὶ εὔνοιαν πάντοτε καὶ θέλει χαρίσει εἰς αὐτὰς ὅλα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο ἐκεῖ μέσα καὶ ἄλλα περισσότερα, θέλει δὲ τὰς ἀξιώσει μεγάλης δόξης καὶ τιμῆς. Ἀλλ’ ἐπλανήθη ὁ δόλιος, διότι αἱ Ἅγιαι, ὡς οὐρανόφρονες, κατεφρόνησαν ὅλα ἐκεῖνα ὡσὰν σκύβαλα καὶ δὲν ἤθελαν οὔτε κἂν νὰ τὰ βλέπουν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε περὶ Νέρωνος ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῶν σελίδων 319-320 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου.

[2] Καρθαγένη ἢ Καρχηδὼν· πόλις τῆς βορείου Ἀφρικῆς, περὶ ἧς βλέπε ἐκτενὴ ὑποσημείωσιν εἰς τὸν Βίον τῶν Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης, τῇ β’ (2ᾳ) τοῦ μηνὸς Ὀκτωβρίου ἐν τόμῳ Ι’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».