Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Ἁγία ΓΟΡΓΟΝΙΑ, ἡ ἀδελφὴ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἀφ’ οὗ λοιπὸν τὰ εἶχε πλέον ὅλα ὡς τὰ ἐφρόντισε καὶ κανένα δὲν ἔλειπεν ἀπὸ ὅσα ἐπόθει, ἐπλησίασε δὲ ἡ διωρισμένη ἡμέρα τοῦ θανάτου της, τότε ἡτοιμάσθη πρὸς θάνατον καὶ τὴν πρὸς τὸν Χριστὸν ἐκδημίαν καὶ ἀσθενήσασα ἔπεσεν εἰς τὸ κρεββάτι, κατὰ τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Ἀφοῦ δὲ παρήγγειλεν εἰς τὸν ἄνδρα της, εἰς τὰ τέκνα της καὶ εἰς τοὺς φίλους της ὅσα παραγγέλματα εἶναι ἀκόλουθον νὰ εἰπῇ μία φίλανδρος, φιλότεκνος καὶ φιλάδελφος γυνή, φιλοσοφήσασα καλῶς καὶ διδάξασα διὰ τὴν οὐράνιον πολιτείαν καὶ ἀφοῦ ἔκαμεν ὡσὰν ἡμέραν πανηγύρεως, μὲ τὴν εἰς πάντας διδασκαλίαν της, τὴν τελευταίαν ἡμέραν τῆς ζωῆς της, ἐκοιμήθη καὶ ἀπῆλθεν ἡ μακαρία ψυχή της εἰς τὰ οὐράνια, κατὰ μὲν τοὺς χρόνους τῆς ζωῆς ὄχι τόσον γραῖα, διότι οὐδὲ τὸ ἤθελε νὰ ζήσῃ καὶ νὰ εὑρίσκεται πολλοὺς χρόνους μακρὰν ἀπὸ τὸν Κύριον, κατὰ δὲ τὰ καλὰ καὶ τὰς ἀρετὰς πλουτισμένη περισσότερον ἀπὸ ἄλλους πολλούς, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν εἰς γῆρας βαθύ.

Ἀλλὰ καλὸν εἶναι καὶ ὠφέλιμον νὰ προσθέσωμεν καὶ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἠκολούθησεν εἰς τὸ τέλος της. Ἐκείτετο, καθὼς εἴπομεν, εἰς τὸ κρεββάτι καὶ ἀνέπνεε τὰς τελευταίας ἀναπνοάς, γύρω της δὲ ἦσαν πολλοὶ συγγενεῖς καὶ ξένοι λυπούμενοι διὰ τὸν χωρισμόν της· καὶ ἄλλοι μὲν ἐπεθύμουν νὰ ἀκούσουν ἀπὸ αὐτὴν τίποτε ἀξιόλογον διὰ νὰ τὸ διηγοῦνται ὕστερον, ἄλλοι δὲ ἤθελαν νὰ εἴπουν τίποτε ἁρμόδιον εἰς ἐκείνην τὴν ὥραν. Ὅμως κανεὶς δὲν ἀποτολμοῦσεν, ἀλλὰ ἡ λύπη καὶ ὁ πόνος τῆς καρδίας των ἦσαν ἀθεράπευτα καὶ τὰ δάκρυά των ἔτρεχαν, χωρὶς νὰ ἀκούεται φωνή, διότι δὲν τοὺς ἐφαίνετο εὔλογον νὰ τιμοῦν μὲ θρήνους ἐκείνην, ἡ ὁποία ἐχωρίζετο ἀπὸ τὸν κόσμον μὲ τὰ σημεῖα τῆς ἁγιότητος, ἐστέκοντο δὲ ὅλοι μὲ βαθεῖαν σιωπήν, ὡσὰν νὰ ἐτελεῖτο θεῖόν τι Μυστήριον· ἡ δὲ Ἁγία ἐκείτετο, κατὰ τὸ φαινόμενον ἀκίνητος, ἄφωνος καὶ χωρὶς πνοήν, ὅτε ὁ κοινὸς ποιμήν, ἤτοι ὁ πατὴρ αὐτῆς, ὅστις ἐστέκετο ἐκεῖ πλησίον καὶ παρετήρει αὐτήν, βλέπων, ὅτι ἐκινοῦσεν ὀλίγον τὰ χείλη της, ἔβαλεν ἐκεῖ τὸ αὐτίον του μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι θέλει ἀκούσει σπουδαῖον τι, καὶ πράγματι ἤκουσε τὴν Ἁγίαν λέγουσαν ἕνα στίχον ἀπὸ τοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Δαυΐδ, ἁρμόδιον εἰς ἐκείνην τὴν ὥραν, ἤτοι τὸ «Ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω» (Ψαλμ. δ’ 9), τοῦτο δὲ δὲν ἦτο ἄλλο παρὰ μία φανερὰ μαρτυρία καὶ ἀπόδειξις τῆς παρρησίας καὶ τῆς Ἁγιότητος μὲ τὴν ὁποίαν ἡ μακαρία Γοργονία ἐξεδήμησε καὶ ἀπῆλθε πρὸς τὸν Χριστόν. Οὗ τῷ ἀπείρῳ ἐλέει, διὰ πρεσβειῶν τῆς Ἁγίας, ἀξιωθείημεν καὶ ἡμεῖς, οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ κατάκριτοι, ἀγαθοῦ καὶ σωτηρίου τέλους, ἐν μετανοίᾳ καὶ ἐξομολογήσει, ἵνα δοξάζωμεν μετὰ τῶν σεσωσμένων τὴν ἄκραν αὐτοῦ ἀγαθότητα, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

   

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ