Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Ἁγία ΓΟΡΓΟΝΙΑ, ἡ ἀδελφὴ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

τὰ ὁποῖα ἔλεγεν ὁ δίκαιος Ἰὼβ διὰ τὸν ἑαυτόν του, διότι καὶ ὁ ἰδικός της οἶκος ἦτο ἀνοικτὸς καὶ ἕτοιμος εἰς φιλοξενίαν, καθὼς ἦτο καὶ ὁ οἶκος τοῦ Ἰώβ· ἔξω ἀπὸ τὸν οἶκον της οὐδεὶς ξένος ἔμεινε ποτέ, ἐπειδὴ καὶ αὐτή, καθὼς ὁ Ἰώβ, ἦτο ὀφθαλμὸς τῶν τυφλῶν, ποὺς τῶν χωλαινόντων, μήτηρ τῶν ὀρφανῶν καὶ ἀληθινὴν μέριμναν καὶ μεγάλην εὐσπλαγχνίαν ἐδείκνυεν εἰς τὰς χήρας γυναῖκας· ὁ οἶκος της λοιπὸν ἦτο κοινὸν καταφύγιον εἰς τοὺς πτωχούς· τὰ ὑπάρχοντά της ἦσαν κοινὰ εἰς τοὺς ἔχοντας ἀνάγκην, «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν» (Ψαλμ. ρια’ 9), διὰ νὰ μένῃ ἡ δικαιοσύνη της εἰς τὸν αἰῶνα, μὲ πολλὰς δὲ εὐεργεσίας ἐδεξιώθη τὸν Χριστόν, διὰ μέσου πολλῶν, οἱ ὁποῖοι ἔλαβον τὰς προσφορὰς τῆς εὐσπλαγχνίας της. Καὶ τὸ καλύτερον ἀπὸ ὅλα ἦτο, ὅτι δὲν τὰ ἔκαμνε φανερὰ καὶ δι’ ἐπίδειξιν, ἀλλὰ κρυφά, ὅσον ἠδύνατο, διὰ νὰ μὴ τὰ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι, εἰμὴ μόνος ὁ τὰ κρυπτὰ βλέπων Θεός. Ὅλα τὰ πράγματά της τὰ ἥρπασεν ἀπὸ τὸν κοσμοκράτορα διάβολον καὶ τὰ ἔφερεν εἰς τὰς ἀσφαλεῖς ἀποθήκας τοῦ οὐρανοῦ, διὰ μέσου τῆς ἐλεημοσύνης, τὴν ὁποίαν ἔδιδεν εἰς τοὺς πτωχούς εἰς τὴν γῆν δὲν ἄφησεν οὐδὲν ἄλλο, ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα της. Πλοῦτον δὲ μέγαν ἄφησεν εἰς τὰ τέκνα της τὸ καλὸν παράδειγμα εἰς τὰ καλὰ καὶ θεάρεστα, ἵνα ταύτην καὶ ἐκεῖνα μιμούμενα φιλοτιμηθοῦν εἰς τὴν ἄσκησιν τῆς ἀγαθοεργίας.

Συνήθειαν ἔχουν πολλοὶ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀκόμη κάμνουν κανένα καλόν, νὰ πίπτουν συγχρόνως εἰς ἄλλο κακόν. Ἐπὶ παραδείγματι, ὅταν δίδουν ἐλεημοσύνας εἰς τοὺς πτωχούς, ἀδιαφοροῦν πλέον καὶ ἐπιδίδονται εἰς τὰς τρυφὰς καὶ τὰς ἀπολαύσεις τοῦ σώματος οἱ ἀνόητοι, ὡσὰν νὰ ἦτο ἱκανὴ ἡ ἐλεημοσύνη μόνη νὰ τοὺς σώσῃ χωρὶς τὰς ἄλλας ἀρετάς, ὡσὰν νὰ ἠγόρασαν τρόπον τινὰ τὰς τρυφὰς μὲ τὴν ἐλεημοσύνην, τὴν ὁποίαν ἔδωκαν. Δὲν ἔπραττεν ὅμως κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἡ ἀξιομακάριστος Γοργονία, ἀλλὰ κοντὰ εἰς τὴν ἐλεημοσύνην εἶχε καὶ τὴν νηστείαν, κοντὰ εἰς τὴν εὐσπλαγχνίαν καὶ τὴν πρὸς τοὺς πτωχοὺς συμπάθειαν, ἐταπείνωνε καὶ τὸ σῶμα της μὲ τὴν ἐγκράτειαν, κατεγίνετο δὲ πάντοτε εἰς τὴν ἀνάγνωσιν τῶν θείων Γραφῶν· ἀγρυπνοῦσεν εἰς τὰς προσευχάς, ἄλλοτε μὲν ἱσταμένη ὀρθή, ἄλλοτε δὲ κλίνουσα τὰ γόνατα εἰς τὴν γῆν καὶ μὲ καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην καὶ θερμὰ δάκρυα ἀνύψωνεν εἰς τὸν Θεὸν μαζὶ μὲ τὴν προσευχὴν καὶ τὸν νοῦν της καὶ ἐκεῖ τὸν εἶχεν ἀσάλευτον· εἰς αὐτὰ δὲ ὅλα ὄχι μόνον ὑπερέβαλλε τὰς γυναῖκας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄνδρας, τόσον ὥστε ἐφαίνετο ἀνωτέρα τῶν ἄλλων.