Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Ἁγία ΓΟΡΓΟΝΙΑ, ἡ ἀδελφὴ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἡ ἀξιοθαύμαστος Γοργονία δὲν ἐστολίζετο μὲ χρυσοὺς στολισμούς, δὲν ἐκαλλώπιζε τὴν τιμίαν της κεφαλὴν μὲ ξανθὰς πλεξούδας, δὲν ἐνέδυε τὸ σῶμα της μὲ ἀκριβὰ καὶ πολυέξοδα φορέματα, οὔτε τὸ ἐλάμπρυνε μὲ μαργαριτάρια καὶ διαμάντια, οὔτε μὲ καλλυντικὰ καὶ ψιμμύθια ἐσκέπασε ποτὲ τὸ πρόσωπόν της, καθὼς κάμνουν ἄλλαι γυναῖκες ἀναίσχυντοι, αἱ ὁποῖαι, ἐναντιούμεναι εἰς τὸ ἔργον τῆς θείας δημιουργίας, σκεπάζουν τὸ πρόσωπόν των, τὸ ὁποῖον εἶναι πλάσμα Θεοῦ, μὲ χρώματα καὶ ἀλείμματα καὶ δὲν εὐχαριστοῦνται αἱ ἀνόητοι εἰς τὸ πρόσωπον μὲ τὸ ὁποῖον ἔπλασεν αὐτὰς ὁ Θεός, ἀλλὰ θέλουν νὰ τὸ κάμνουν καλλίτερον, καταμολύνουσαι μὲ τὸν τρόπον τοῦτον τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἐγνώριζε καὶ ἐκείνη ἡ μακαρία πολλοὺς ἐξωτερικοὺς στολισμούς, ὅμως κανένα ἐξ αὐτῶν δὲν ἤθελε, εἰμὴ ἕνα καὶ μόνον: τὸν στολισμὸν τῆς ψυχῆς μὲ τὰ καλὰ Χριστιανικὰ ἤθη καὶ τὰς ἀρετάς· μίαν κοκκινάδα τοῦ προσώπου ἀγαποῦσεν, ἐκείνην ἡ ὁποία ἀνθεῖ εἰς τὰ πρόσωπα τῶν σεμνῶν καὶ τιμίων γυναικῶν ἀπὸ τὴν ἐντροπὴν καὶ εὐλάβειαν μίαν λευκότητα καὶ ἀσπράδα ἤθελεν, ἐκείνην ἡ ὁποία γίνεται ἀπὸ τὴν ἐγκράτειαν καὶ νηστείαν· τὰ δὲ βαψίματα τοῦ προσώπου καὶ τὴν προσωρινὴν καὶ πλαστὴν εὐμορφίαν τὴν ἄφηνε δι’ ἐκείνας, αἱ ὁποῖαι γυρίζουν μέσα εἰς τοὺς δρόμους χωρὶς ἐντροπὴν καὶ δὲν ἀγαποῦν τὴν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ τοῦ σώματος. Τοιαύτη λοιπὸν ἦτο ἡ θεία Γοργονία.

Τὴν δὲ φρόνησιν καὶ τὴν γνῶσιν καὶ τὴν εὐσέβειαν καὶ τὴν πίστιν, τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰς τὸν Θεὸν ἡ μακαρία Γοργονία, ποῖος λόγος δύναται νὰ παραστήσῃ ἀξίως; Οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ εὑρεθοῦν πολλὰ παραδείγματα τῆς φρονήσεως καὶ τῆς εὐσεβείας της, ἔξω ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν σαρκικῶν καὶ πνευματικῶν γονέων της, εἰς τοὺς ὁποίους ἀποβλέπουσα ἡ ἀείμνηστος ἐμιμεῖτο καὶ κατώρθωνε τὴν ἴσην καὶ ὁμοίαν ἀρετὴν μὲ ἐκείνους. Διότι τόση ἦτο ἡ ὀξύτης καὶ ἀγχίνοια τοῦ νοός της, ὥστε τὴν εἶχαν ὅλοι γενικῶς, σύμβουλον εἰς τὰς ἀνάγκας των, ὄχι μόνον οἱ συγγενεῖς καὶ συμπατριῶται, ἀλλὰ καὶ οἱ ξένοι, νόμον δὲ ἄλυτον καὶ ἀπαράβατον εἶχαν ὅλοι τὰς φρονίμους συμβουλάς της.

Κατὰ δὲ τὴν εὐσέβειαν καὶ εὐλάβειαν ἦτο θαυμαστὴ καὶ ἀσύγκριτος· διότι ποῖος ἄλλος ἐστόλισε τόσον τοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς μὲ τὰ ἀφιερώματά του, καθὼς ἡ μακαρία Γοργονία; Ἤ, καλύτερα νὰ εἰπῶ, τὶς ἄλλος ἐτίμησε τόσον πολὺ τοὺς Ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ; Τίς ἄλλος ἐδέχετο εἰς τὸν οἶκον του μὲ περισσοτέραν δεξίωσιν καὶ εὐλάβειαν τοὺς κατὰ Θεὸν ζῶντας καὶ ἐναρέτους; Τὶς ἄλλος ἔδειξε συμπαθεστέραν καὶ εὐσπλαγχνικωτέραν ψυχὴν εἰς τοὺς πάσχοντας; Ποῖος ἄλλος ἐβοήθησε περισσότερον τοὺς πτωχοὺς μὲ τὰς ἐλεημοσύνας του; Διὰ τὴν Ἁγίαν ἁρμόζει νὰ εἴπῃ τις ἐκεῖνα,