διότι αὐτὴ ἡ ἀοίδιμος δὲν ἐχωρίσθη ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ τὸ νὰ ὑπανδρευθῇ, οὐδὲ μὲ τὸ νὰ εἶχε κεφαλὴν τὸν ἄνδρα της ἕπεται ὅτι δὲν ἦτο ἡνωμένη μὲ τὴν πρώτην κεφαλήν, τὸν Χριστόν· ἀλλὰ ὑπηρέτησεν ὀλίγον εἰς τὸν κόσμον καὶ εἰς τὴν φύσιν, κατὰ τὸν νόμον τῆς σαρκός, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς διώρισεν, ὅλον δὲ τὸν ἑαυτόν της τὸν ἀφιέρωσεν εἰς τὸν Θεόν. Τὸ κάλλιστον δὲ καὶ σεμνότατον κατόρθωμα αὐτῆς ἦτο, ὅτι καὶ τὸν ἄνδρα της ἔφερεν εἰς τὴν ἰδικήν της ἀγαθὴν γνώμην, μὴ ἔχουσα αὐτὸν αὐθέντην ἄτοπον, ἀλλὰ σύμβουλον ἀγαθὸν εἰς ὅλα τὰ θεάρεστα ἔργα· καὶ τὸν καρπὸν τῆς κοιλίας της, δηλαδὴ τὰ τέκνα της καὶ τὰ τέκνα τῶν τέκνων της τὰ ἀνέδειξε καρπὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ τὰς ψυχωφελεῖς νουθεσίας της καὶ μὲ τὸ καλόν της παράδειγμα, δείξασα οὕτω τὸν γάμον ἐπαινετὸν καὶ εὐαρεστήσασα εἰς τὸν Θεὸν διὰ τῶν ἀρετῶν της, καίτοι ἦλθεν εἰς γάμον, διότι ἀπὸ τὸν γάμον της ἐκαρποφόρησε τὴν καλὴν καρποφορίαν, τὰ τέκνα της.
Ὁ σοφὸς Σολομῶν εἰς τὸ βιβλίον τῶν Παροιμιῶν ἐπαινεῖ τὴν γυναῖκα ἐκείνην, ἡ ὁποία κάθηται καὶ ἡσυχάζει μέσα εἰς τὸ σπίτι της καὶ ἀγαπᾷ τὸν ἄνδρα της καὶ καταγίνεται εἰς τὸ ἔργον της καὶ ἄλλα πολλὰ λέγει πρὸς ἔπαινον τῆς τιμίας καὶ σώφρονος γυναικός· καὶ μάλιστα διὰ περισσότερον αὐτῆς ἔπαινον τὴν ἀντεξετάζει καὶ τὴν συγκρίνει μὲ ἐκείνην τὴν ἄτιμον καὶ ἀκράτητον γυναῖκα, ὅπου γυρίζει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ μέσα εἰς τοὺς δρόμους καὶ μὲ πορνικὰ σχήματα καὶ λόγια βλάπτει τὰς ψυχάς, ὄχι μόνον τῶν ἀτίμων ἀλλὰ καὶ τῶν τιμίων ἀνθρώπων. Αὐτὰ ὅμως τὰ ὁποῖα λέγει ὁ Σολομῶν, διὰ νὰ ἐπαινέσῃ τὴν σώφρονα καὶ τιμίαν γυναῖκα, εἶναι μικρὰ καὶ εὐτελῆ πρὸς ἔπαινον τῆς τιμιωτάτης καὶ σωφρονεστάτης Γοργονίας ἐπειδή, ποία ἄλλη ἦτο ἀξία νὰ τιμᾶται διὰ τὴν σεμνότητα καὶ κοσμιότητά της, καθὼς αὐτή; Καὶ μὲ ὅλον τοῦτο, ποία ἄλλη ἡσύχαζε τόσον μέσα εἰς τὸ οἶκον της καὶ δὲν ἐφαίνετο ἔξω, ἀλλ’ ἦτο ἀθεώρητος εἰς τοὺς ἄνδρας, ὡσὰν αὐτή; Ποία ἄλλη εἶχε τοὺς ὀφθαλμούς της τόσον σωφρονισμένους καὶ ἐμποδισμένους ἀπὸ τὰς ἀτάκτους θεωρίας; Ποία ἄλλη εἶχε τὸν γέλωτα αὐτῆς τόσον σεμνὸν καὶ ἥσυχον ὡσὰν αὐτήν, ἡ ὁποία, μόλις ἐμειδία κἄποτε, ὅταν μόνον ἦτο ἀνάγκη; Ἀλλὰ καὶ τὴν ἀκοήν της τόσον καθαρὰν τὴν ἐφύλαττεν, ὥστε τὴν εἶχε κεκλεισμένην μὲν εἰς ὅλα τὰ μάταια καὶ ἀργὰ λόγια, ἀνοικτὴν δὲ εἰς ὅλα τὰ θεῖα καὶ σωτηριώδη· οὔτε τὴν γλῶσσαν εἶχεν ἀκράτητον, ὡσὰν αἱ πολλαὶ γυναῖκες, ἀλλὰ εἶχε τὸν νοῦν ἐπάνω εἰς αὐτήν, ὡσὰν ἐπιστάτην, εἰς τὸ νὰ λέγῃ μόνον τὰ ἀρέσκοντα εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἶχε τάξιν διωρισμένην εἰς τὰ χείλη της, εἰς τὸ νὰ μὴ λαλοῦν ποτὲ κανένα μάταιον ἢ ἀνωφελές.