Τὰς ἀρετὰς τὰς ὁποίας εἶχαν ἄλλοι, τὰς ἐμιμεῖτο καὶ αὐτὴ ἡ μακαρία καὶ τὰς ἐπραγματοποίει, ἄλλων δὲ πάλιν ἀρετῶν ἐγένετο ἡ ἴδία παράδειγμα ἄξιον πρὸς μίμησιν· καὶ ἄλλο μὲν καλὸν ἐφεῦρεν αὐτὴ ἡ ἰδία, ἄλλο δὲ τὸ ὁποῖον ἔμαθεν ἀπὸ ἄλλους τὸ ἔκαμνεν αὐτὴ μὲ περισσοτέραν τελειότητα, ἀφ’ ὅ,τι τὸ ἐδιδάχθη· τοιουτοτρόπως κατώρθωσεν ὅλας τὰς ἀρετὰς μὲ τόσην ἄκραν τελειότητα, ὅσην δὲν κατώρθωσαν ἄλλοι μίαν μόνην ἀρετὴν μετρίως. Διότι ποῖον ἀπὸ τὰ κατορθώματα τῆς Ἁγίας δὲν εἶναι ἀξιοθαύμαστον; Τὸ φόρεμα καὶ τὸ σῶμα της τὸ λερωμένον καὶ ἄπλυτον, ὅπου ἔλαμπεν μόνον ἀπὸ τὴν ἀρετήν; Ἤ ἡ ψυχή της, ἥτις διετήρει τὸ σῶμα σχεδὸν χωρὶς τροφὴν ὡσὰν ἄϋλον; Ἤ διὰ νὰ εἰπῶ καλύτερα, τὸ σῶμα ἐκεῖνο ὅπου ἐβιάσθη νὰ νεκρωθῇ καὶ πρὸ τοῦ χωρισμοῦ, διὰ νὰ λάβῃ ἐλευθερίαν ἡ ψυχὴ καὶ νὰ μὴν ἐμποδίζεται ἀπὸ τὰς αἰσθήσεις; Ἤ αἱ ἄγρυπνοι νύκτες καὶ ἡ ψαλμῳδία καὶ ἡ στάσις ὅπου ἤρχιζεν ἀπὸ ἡμέραν καὶ ἐτελείωνεν εἰς τὴν ἄλλην ἡμέραν; Ἤ ἡ χαμαικοιτία, ἥτις ἐτράχυνε παρὰ φύσιν τὴν ἁπαλότητα τῶν μελῶν της; Ἤ αἱ πηγαὶ τῶν δακρύων, ὅπου ἐσπείροντο ἀπὸ θλῖψιν, διὰ νὰ θερίσουν μὲ ἀγαλλίασιν τοὺς καρπούς; Ἤ ἡ νυκτερινὴ βοή, ἡ ὁποία ἀνήρχετο ὑπεράνω τῶν νεφελῶν καὶ ἔφθανεν ἕως τὸν οὐρανόν; Ἤ ἡ θερμότης τοῦ πνεύματός της, ὅπου δὲν ὑπελόγιζε παντελῶς οὔτε τοὺς κόπους τοὺς νυκτερινούς, οὔτε τὰς ψυχρότητας τοῦ ἀέρος, οὔτε τὸ παράκαιρον τῆς νυκτός, διὰ τὴν ἐπιθυμίαν πρὸς τὴν προσευχήν; Ἤ ἡ γυναικεία φύσις, ἡ ὁποία ἐνίκησε τὴν ἀνδρικήν, διὰ νὰ ἀγωνισθῇ τὸν κοινὸν ἀγῶνα τῆς σωτηρίας, ἵνα φανερώσῃ ὅτι ἡ διαφορὰ τῶν ἀνδρῶν ἀπὸ τὰς γυναῖκας εἶναι κατὰ τὸ σῶμα μόνον καὶ ὄχι κατὰ τὴν ψυχήν; Ἤ ἡ ἐγκράτεια τῆς Ἁγίας, ἥτις ἐνίκησε τὴν πικρὰν γεῦσιν τῆς προμήτορος Εὔας, τὴν ἁμαρτίαν, τὸν πλάνον ὄφιν, τὸν διάβολον καὶ τὸν θάνατον; Ἤ ἡ ζωοποιὸς νέκρωσίς της, ἡ τιμήσασα τὴν μέχρι δούλου μορφῆς ταπείνωσιν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ πάθη Του;
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀριθμήσῃ τις ὅλα τὰ κατορθώματα τῆς μακαρίας Γοργονίας; Ἀλλὰ καλὸν εἶναι νὰ προσθέσωμεν εἰς τὴν διήγησιν τῶν ἀρετῶν της καὶ τὰς ἀντιδόσεις καὶ τοὺς μισθούς, τοὺς ὁποίους ἔλαβε παρὰ Θεοῦ, τοῦ δικαίου μισθαποδότου, ὅταν ἦτο ἀκόμη ζωντανὴ εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν.
Ἐκάθητο μίαν φορὰν ἡ Ἁγία ἐπάνω εἰς ἅμαξαν, τὴν ὁποίαν ἔσυρον ἡμίονοι, καὶ καθὼς ἐπήγαιναν εἰς τὸν δρόμον, δὲν γνωρίζω πῶς, ἐξηγριώθησαν αἱ ἡμίονοι ἔξαφνα καὶ ἔτρεξαν μὲ τόσην ὁρμήν, ὥστε ἀνετράπη ἡ ἅμαξα καὶ ἐκρημνίσθη ἡ Ἁγία· πλὴν δὲν ἔμεινεν εἰς τὸν τόπον εἰς τὸν ὁποῖον ἔπεσεν, ἀλλὰ περιεπλέχθη εἰς τὴν ἅμαξαν