Τῇ ΙΕ’ (15ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ, Ἐπισκόπου Ἰλλυρικοῦ.

Ταῦτα μαθὼν ὁ ἀσύνετος τύραννος ἀπό τινας κυνηγούς, οἱ ὁποῖοι ἔτυχον ἐκεῖ καὶ εἶδον τοιοῦτον θαυμάσιον, δὲν ηὐλαβήθη κἂν ἀπὸ ταῦτα τὸν Ἅγιον, ἀλλὰ γίνεται τῶν θηρίων ἀνοητότερος καὶ στέλλει στρατιώτας νὰ τοῦ φέρουν τὸν Ἐλευθέριον. Τὰ δὲ θηρία, ὡς τοὺς εἶδον, ὥρμησαν μὲ θυμὸν ἐναντίον των, καὶ θὰ τοὺς ἐξέσχιζαν μὲ τοὺς ὀδόντας καὶ τοὺς ὄνυχας αὐτῶν· πλὴν ὁ Ἅγιος προσέταξε νὰ μὴ βλάψουν οὐδένα, ἀλλὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὰ σπήλαιά των, τοὺς δὲ στρατιώτας ὠνείδισε ὅτι ἐπῆγαν μὲ ξίφη καὶ ὅπλα νὰ τὸν κυνηγήσουν ὡς νὰ ἦτο φονεὺς καὶ λῃστής. Ταῦτα εἰπών, τοὺς ἠκολούθησε προθύμως, ἐδίδασκε δὲ αὐτοὺς καθ’ ὅλην τὴν ὁδοιπορίαν των, νὰ λάβουν παράδειγμα ἀπὸ τὴν σύνεσιν τῶν θηρίων καὶ νὰ γνωρίσουν τὸν Ποιητὴν τῆς κτίσεως διὰ νὰ εὕρουν ζωὴν αἰώνιον· καὶ τόσον τοὺς ἐνουθέτησεν, ὥστε πολλοὶ ἐξ αὐτῶν ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν.

Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν Ρώμην, ἐτέλεσεν ὁ βασιλεὺς πανήγυριν, διὰ νὰ συναχθῶσι πολλοὶ καὶ νὰ ἴδωσι τὸν θάνατον τοῦ Ἁγίου, τὸν ὁποῖον ἐπρόσταξε νὰ ρίψουν εἰς τὰ θηρία. Ἀλλὰ τὰ πράγματα δὲν ἠκολούθησαν καθὼς ὁ τύραννος ἐνόμιζε, διότι ἀφήσαντες κατὰ τοῦ Ἁγίου λέαιναν ἀγρίαν κατὰ πολὺ καὶ ἀνήμερον, ἐκείνη πρῶτον μὲν ὥρμησε μετὰ σπουδῆς κατὰ τοῦ Ἁγίου, ὅμως, ἀφοῦ ἐπλησίασεν, ἔκλινε τὴν κεφαλὴν εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἀνέλειχε τὰ ἴχνη τῶν ποδῶν του, ἔκαμε δὲ καὶ σημεῖα τινά, ὡς νὰ εἶχε γνῶσιν ἀνθρωπίνην καὶ ηὐλαβεῖτο τὸν Μάρτυρα, ἀλλ’ οὐδὲ εἰς αὐτὸ τὸ θαυμάσιον ἐπίστευσεν ὁ σκληροκάρδιος τύραννος, ἀλλ’ ἐνόμισεν ὅτι ἐπειδὴ τὸ θηρίον ἐκεῖνο ἦτο λέων θηλυκός, ἤτοι λέαινα, δὲν εἶχε τόσην δύναμιν καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἔβλαψε τὸν Ἅγιον· ὅθεν προστάσσει νὰ φέρουν ἄλλον ἀρσενικὸν λέοντα, ὅστις ὅμως ἐφάνη καὶ αὐτὸς πρὸς τὸν Ἅγιον ἡμερώτερος ἀπὸ τὸν θηλυκόν· ἀγκαλίζεται καὶ φιλεῖ τοὺς πόδας του, σείει τὴν οὐράν του, χορεύει καὶ χαίρεται καὶ δεικνύει καὶ αὐτὸς μὲ τὰ σχήματα νόησιν καὶ ἀγάπην πρὸς τὸν Ἅγιον. Οἱ δὲ περιεστῶτες, τοιοῦτον θαυμάσιον βλέποντες, ὅσοι μὲν εἶχον τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς ἀνοικτοὺς ἀνέκραζον· «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν», οἱ δὲ τυφλοὶ καὶ ἀνόητοι ἔλεγον, ὅτι ἦτο μάντις καὶ γόης. Τούτους ὅμως ἡ θεία δίκη δικαίως ἐπαίδευσε, διὰ νὰ φραγοῦν, κατὰ τὸν Δαβὶδ (Ψαλμ. λ’ 19), τὰ δόλια χείλη, ἅτινα λαλοῦσι κατὰ τοῦ δικαίου ἀνομίαν καὶ ἐξουθένωσιν, διότι εὐθύς, καθὼς εἶπον τὰ βλάσφημα λόγια, ἐπληγώθησαν ἀοράτως.


Ὑποσημειώσεις

[1] Οὐδεὶς ἂς μὴ θαυμάζῃ, διατὶ ὁ Ἅγιος οὗτος ἐχειροτονήθη παρ’ ἡλικίαν ἐναντίον τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἁγίας Ϛʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅσον καὶ τῆς ἐν Νεοκαισαρείᾳ τοπικῆς τοιαύτης, αἵτινες διορίζουσιν, ὅτι ὁ μὲν Διάκονος νὰ χειροτονῆται ἐτῶν εἰκοσιπέντε, ὁ δὲ Πρεσβύτερος τριάκοντα καὶ ὁ Ἐπίσκοπος ὑπὲρ τὰ τριάκοντα. Ἂς μὴ θαυμάζῃ τις, λέγω, περὶ τούτου, διότι ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος ἤκμασε πρὶν ἢ ἔτι θεσπισθῶσιν οἱ ἀνωτέρω Κανόνες.

[2] Ἰλλυρικὸν ἢ Ἰλλυρία ὠνομάζετο ἡ πρὸς τὴν Ἀδριατικὴν θάλασσαν παράλιος περιοχὴ τῆς Βαλκανικῆς χερσονήσου, τὴν ὁποίαν κατέχουν νῦν ἡ Ἀλβανία καὶ ἡ Γιουγκοσλαβία. Οἱ κάτοικοι αὐτῆς ὠνομάζοντο Ἰλλυριοί.

[3] Βλέπε ὑποσημείωσιν σελ. 404.