Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν ΘΕΟΤΟΚΟΥ ἐν τῷ Πυρσῷ τῆς Εὐρυτανίας.

Ἐκεῖ ὅπου εἶναι τώρα τὸ Μοναστήριον τῆς Προυσιωτίσσης ταύτης ἁγίας Εἰκόνος, πρωτύτερα ἦτο ὁ τόπος οὗτος παντελῶς ἄβατος καὶ ἀνώνυμος, ἀλλ’ οὔτε δρόμον τινὰ εἶχε διὰ τὸ δύσβατον τοῦ τόπου. Ὁ δρόμος δὲ ἐκ τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος πρὸς τὴν Αἰτωλίαν ἦτο μέσῳ τοῦ γειτονεύοντος χωρίου τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ τοῦ ὄρους Ἀρακύνθου. Ἀλλ’ οὔτε χωρίον ἦτο ἐκεῖ τότε, ἐκτὸς μικρᾶς τινος κατοικίας ποιμένων τινῶν πρὸς τὸ ἀνατολικὸν μέρος, καὶ ἄλλης ὁμοίως πρὸς τὸ δυτικόν, τὸ μὲν Πλατάνι, τὸ δὲ Πατρικάδα ὀνομαζόμενα, διότι τῇ ἀληθείᾳ εἰς αὐτὰ τὰ μέρη δὲ ἦτο ὁ τόπος οὔτε διὰ χωρία, οὔτε διὰ ἀνθρώπους, ἀλλ’ οὔτε σχεδὸν διὰ ζῷα ἥμερα, ὅμως ἀπὸ τὰς καταδρομὰς τὰς ὁποίας κατὰ καιροὺς ἐλάμβανον οἱ Χριστιανοί, τόσον ἀπὸ τὰ ἔθνη καὶ τοὺς βασιλεῖς, ὅσον καὶ ἀπὸ τοὺς αἱρεσιάρχας τῆς Ἐκκλησίας, ἔφευγον καὶ ἐκρύπτοντο εἰς αὐτὰ τὰ ὄρη καὶ οὕτως ἐκατοίκησαν τινές, ὡς εἴπομεν· ἀλλ’ ἐπὶ τὸ προκείμενον ἐπανέλθωμεν.

Ἕνα παιδίον ἑνὸς τῶν ρηθέντων ποιμένων ἐφύλαττε τὰς αἶγας τοῦ πατρός του, νύκτα δέ τινα κοιμώμενον ἀντίπερα τοῦ σπηλαίου, ὅπου εἶναι τώρα τὸ Μοναστήριον, δηλαδὴ ἐκεῖ ὅπου τώρα εἶναι τὸ κοιμητήριον τοῦ Μοναστηρίου, ἐξαίφνης ἀκούει ὄπισθεν αὐτοῦ, εἰς τὸν ἄβατον αὐτὸν τόπον τοῦ σπηλαίου, γλυκεράς τινας ᾠδὰς καὶ πραείας φωνάς· ὅθεν ἀπὸ τὸν φόβον του ἐξύπνησε, καὶ περιστρέφων τὸ βλέμμα του ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὢ τοῦ θαύματος! βλέπει ἕνα φῶς, ὡς στῦλον φωτεινόν, τὸ ὁποῖον ἔστεκεν ἀπὸ τὸ ἱερὸν αὐτὸ σπήλαιον ἕως τὸν οὐρανόν. Καὶ πρῶτον μὲν ἐστοχάσθη, μήπως εἶναι αὐτό, τὸ ὁποῖον λέγομεν οὐράνιον τόξον ἢ ἴριδα· τοῦτο δέ, τὸ ὁποῖον ἐστοχάσθη, ἦτο περισσότερον Θεοῦ οἰκονομία, διὰ νὰ μὴν πάθῃ κακόν τι ἀπὸ τὸν φόβον του. Ἔπειτα πάλιν ἔλεγεν εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὅτι ἂν τὸ φαινόμενον εἶναι τὸ συνηθισμένον οὐράνιον τόξον, πρέπει νὰ εἶναι καμαρωτόν, καὶ ὄχι τόσον φωτεινόν, ἀλλ’ αὐτὸ στέκει ὄρθιον ἀπὸ τὴν γῆν ἕως εἰς τὸν οὐρανὸν μὲ τόσην λαμπρότητα καὶ ἐκεῖνο μάλιστα τὸ βλέπομεν ὁπόταν βρέχῃ, σήμερον ὅμως δὲν ἔβρεξεν, ἀλλὰ καὶ τώρα νὰ ὁποῦ εἶναι ξαστεριά. Οὕτω λοιπὸν φεύγει ἔντρομον τὸ παιδίον ἐκεῖνο ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ πηγαίνει εἰς τὸν πατέρα του καὶ τοῦ λέγει τὰ ὁραθέντα. Ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ, νομίσας ταῦτα ψεύδη, ἔλεγε τοῦ παιδαρίου του, ὅτι μὲ τὸ νὰ φοβῆται καὶ ἀπὸ τὴν σκιάν του, διὰ τοῦτο τὰ παθαίνει αὐτά, ἀλλὰ δὲν εἶναι τίποτε, καὶ νὰ μὴ φοβῆται, τὸ δὲ παιδίον ἀντέλεγεν εἰς αὐτὸν καὶ τὰ ὁραθέντα ἐβεβαίωνε.