Ἀλλ’ ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ Ἀθλητὴς Λάζαρος πάντα ταῦτα κατεφρόνει ὡς σκύβαλα καὶ ὡμολόγει παρρησίᾳ ἐνώπιον ὅλων λέγων· «Ἐγὼ ἕνα Θεὸν τρισυπόστατον προσκυνῶ καὶ λατρεύω. Καθὼς δὲ εἰς τὸ ὄνομα Αὐτοῦ τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου Θεοῦ ἐβαπτίσθην καὶ ἔγινα Χριστιανός, τοιουτοτρόπως καὶ διὰ τὸ ἅγιον Αὐτοῦ Ὄνομα εἶμαι ἕτοιμος καὶ πρόθυμος νὰ ἀποθάνω. Τίποτε εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μεταβάλῃ τὴν γνώμην μου». Ἐννοήσας τέλος ὁ ἀγᾶς, ὅτι ἦτο ἀδύνατον νὰ ἑλκύσῃ τὸν Μάρτυρα εἰς τὴν πίστιν του καὶ ἀπελπισθεὶς περὶ τούτου ἐντελῶς, ἐξέδωκεν ἀπόφασιν νὰ τὸν κρεμάσουν. Μάλιστα καὶ εἷς Τοῦρκος Χῖος, τυχὼν ἐκεῖ, κατὰ πολὺ συνήργησεν εἰς τὴν θανάτωσιν τοῦ Μάρτυρος, εἰπών· «Μὴ χάνετε καιρὸν εἰς τὸ νὰ τὸν θανατώσητε, ἐπειδὴ οἱ Χριστιανοὶ εἶναι πολὺ πείσμονες καὶ δὲν μεταβάλλουν εὐκόλως γνώμην. Ἓν παρόμοιον εἶδον ἐγὼ εἰς τὴν Χίον [1] καὶ δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ μεταβάλωμεν τὴν γνώμην του, ἀλλὰ τόσον πεῖσμα εἶχεν, ὥστε ἔτρεχεν εἰς τὸν θάνατον, ὡς νὰ ἐπέτα εἰς τὸν ἀέρα».
Καὶ ὁ μὲν Ἰωάννης ἐδόξασε τὴν πρόνοιαν καὶ τὴν οἰκονομίαν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν τοιαύτην ἀπόφασιν. Ὁ δὲ τοῦ Χριστοῦ γνήσιος φίλος Λάζαρος, ὁδηγούμενος εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ἐζήτει παρὰ τῶν Χριστιανῶν συγχώρησιν. Παρὰ ταῦτα οἱ Ἀγαρηνοὶ δὲν ἔπαυον εἰς ὅλον τὸν δρόμον νὰ τοῦ λέγουν νὰ τουρκεύσῃ. Ὅμως ὁ Ἅγιος Μάρτυς, χλευάζων τὴν ἀνοησίαν των, ἔλεγεν· «Ἂς εἶναι, μετ’ ὀλίγον θὰ μὲ ἴδητε». Ταῦτα ἀκούσαντες Χριστιανοί τινες καὶ μὴ γνωρίζοντες ὅτι τὸ λέγει εἰρωνικῶς, ἐλυπήθησαν μεγάλως. Ἀλλ’ ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸν ὡρισμένον τόπον, ἔδειξε πλέον φανερὰ τὸ θεῖόν του φρόνημα, ὁμολογῶν παρρησίᾳ τὸν Χριστόν. Καὶ οἱ μὲν Χριστιανοὶ ἐχάρησαν καθ’ ὑπερβολὴν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεόν, οἱ δὲ Ἀγαρηνοὶ ἐλυπήθησαν καὶ ὄνειδος αἰώνιον ἔλαβον, διότι πράγματι θαυμαστὴ ἐστάθη ἡ γενναιότης καὶ ἡ ἀνδρεία τοῦ Μάρτυρος. Διότι, ἰδὼν ὅτι κανεὶς Ἀγαρηνὸς δὲν ἐτόλμα νὰ τοῦ βάλῃ τὸ σχοινίον εἰς τὸν λαιμόν του καὶ ὅτι ἐβίαζον τοὺς Χριστιανοὺς νὰ πράξουν τοῦτο, αὐτοὶ δὲ κατ’ οὐδένα τρόπον δὲν ἔστεργον νὰ γίνουν δήμιοι τοῦ Μάρτυρος, τοῦτο, λέγω, ἰδὼν ὁ Μάρτυς, διὰ νὰ ἀπαλλάξῃ τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν βίαν ἐκείνην, μόνος, ὁ γενναιότατος, μετὰ μεγάλης χαρᾶς ἐπέρασε τὸ σχοινίον εἰς τὸν λαιμόν του, μὲ τὰς εὐλογημένας χεῖρας του καὶ πατήσας ἐπάνω εἰς ἕνα κάλαθον ἐκρεμάσθη. Ἔπειτα ἔσυρεν ἄλλος τὸν κάλαθον καὶ ἔμεινε κρεμασμένος. Οὕτω παρέδωκεν ἐνδόξως τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ κατὰ τὸ ἔτος ͵αωβ’ (1802) Ἀπριλίου κγ’ (23ην) εἰς ἡλικίαν εἴκοσι ὀκτὼ (28) ἐτῶν.