Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος ΛΑΖΑΡΟΥ τοῦ ἐκ Βουλγαρίας, ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωβ’ (1802).

Δύο δέ τινα ἦσαν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα οὗτοι ἐπεδίωκον. Πρῶτον ἂν δυνηθοῦν νὰ μεταβάλουν τὴν γνώμην του καὶ νὰ δεχθῇ τὴν θρησκείαν των· δεύτερον δέ, ἂν τοῦτο δὲν κατορθωθῇ, νὰ τὸν θανατώσουν μὲ ἐπώδυνον θάνατον. Ἀπελπισθέντες λοιπὸν ἀπὸ τὸ πρῶτον, ἐδόθησαν εἰς τὸ δεύτερον. Δηλαδή, νὰ τὸν θανατώσουν, κατὰ τὴν προσταγὴν τοῦ τυράννου. Πρὸς τοῦτο τὸ προχειρότερον καὶ εὐκολώτερον μέσον ἦτο νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ἀλλ’ ἡ ἐλπὶς τῆς ἐξωμοσίας του τοὺς ἔκαμνε νὰ ἐνεργοῦν βραδέως ἐπὶ πολλὰς ὥρας καὶ μὲ πολλοὺς κόπους καὶ πολλὰς βασάνους, ἐνῷ θὰ ἠδύναντο εὐκόλως νὰ κάμουν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἤθελε κάμει τὸ ξίφος εἰς μίαν στιγμήν. Τελευταῖον λοιπὸν ἐτοποθέτησαν, ὡς ἱερὸν στέφανον τῶν ἀγώνων τοῦ Μάρτυρος, στεφάνην χαλκίνην πυρωμένην δεινῶς καὶ ἀπέθετον ταύτην ἐπὶ τῆς μαρτυρικῆς κεφαλῆς του, τοῦτο δέ, τέλος, τὸν ἠξίωσε καὶ τῶν οὐρανίων καὶ ἀφθάρτων στεφάνων. Ἐπειδή, ἀφοῦ τοῦ ἔβαλαν τὴν πυρωμένην στεφάνην, τότε πλέον ἔμεινεν ὡς νεκρός, ἄπνους καὶ ἀκίνητος, τόσον ὥστε ὅτε εἶδον οἱ βασανισταί, ὅτι πλέον μετ’ ὀλίγον ἐξέπνεε, τὸν ἄφησαν ἐκεῖ νεκρὸν ἄταφον, διὰ νὰ ἔλθῃ ὁ ἀγᾶς νὰ τὸν εὕρῃ νεκρόν, καθὼς ἐπρόσταξε.

Καὶ ταῦτα μὲν οὕτω συνέβησαν. Περὶ δὲ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου μετέβη εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἀγᾶ ἔμπορος τις Ζαγοραῖος, Ἰωάννης τὸ ὄνομα, ὅστις μετήρχετο καὶ τὴν ἰατρικὴν τέχνην, ὡς ἰατρὸς δὲ τοῦ οἴκου τοῦ ἀγᾶ εἰσήρχετο εἰς αὐτὸν ἐλευθέρως καὶ μετὰ θάρρους. Εὑρὼν δὲ οὗτος εὐκαιρίαν κατάλληλον ἐπλησίασεν εἰς τὸ παράθυρον τῆς φυλακῆς, ἀποσκοπῶν, ὅπως εἰπῇ λόγον παρηγορίας εἰς τὸν Μάρτυρα, διὰ νὰ τὸν στηρίξῃ εἰς τὴν Πίστιν καὶ νὰ τὸν κατευοδώσῃ εἰς τὸ Μαρτύριον. Εἶδε τότε τὸν Μάρτυρα καθήμενον καὶ καλῶς ἔχοντα καί, ὤ τοῦ παραδόξου καὶ ὑπερφυοῦς θαύματος! ἀνεμποδίστως λαλοῦντα. Μὴ γνωρίζων δὲ ὁ ἔμπορος τί ἔπαθεν ὁ Μάρτυς τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ἤρχισε νὰ συμβουλεύῃ τοῦτον νὰ εἶναι στερεὸς εἰς τὴν Πίστιν, ὅσα δὲ βάσανα καὶ ἂν τοῦ κάμουν, νὰ τὰ ὑπομείνῃ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ. Τοιαῦτα καὶ ἄλλα παρόμοια τοῦ ἔλεγε μὲ σιγανὴν φωνὴν εἰς τουρκικὴν γλῶσσαν, ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζεν ὁ Μάρτυς Ἑλληνικά. Ὁ δὲ Μάρτυς ἀπεκρίθη πρὸς αὐτόν· «Καὶ τὶ ἄλλο περισσότερον θὰ κάμουν; Μοῦ ἔκαμαν σήμερον τὰ ἑξῆς δεινά». Ἀφοῦ δὲ ἠρίθμησεν ὅλα ὅσα τοῦ ἔκαμαν, εἶπε καὶ τὰ ἑξῆς εἰς τὸν ἔμπορον· «Λοιπὸν μὴ φοβεῖσαι, διότι ἐγνώρισα καλῶς τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν ἑαυτόν μου· τοῦτο μόνον φοβοῦμαι, μήπως ἀποκάμουν νὰ μὲ βασανίζουν καὶ μὲ ἐγκαταλείψουν. Ὅθεν, σὲ παρακαλῶ, μεσίτευσε νὰ μὴ ἀργοποροῦν εἰς τὸ νὰ μὲ τιμωροῦν, μέχρις ὅτου μὲ θανατώσουν».


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Μάρκου τοῦ ἐν Χίῳ μαρτυρήσαντος κατὰ τὸ ἔτος 1801, Ἰουνίου εʹ (5ην), (βλέπε ἐν τόμῳ Ϛʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).