Καὶ διὰ μὲν τὸν κτυπηθέντα ἀναιτίως ἐδικαιολογήθη ὁ Ἀγαρηνός, ὅτι θέλων νὰ ἐκδικηθῇ τὸν ὑβριστὴν τῆς γυναικός του, ἐκτύπησε τοῦτον κατὰ λάθος, ὡς μὴ γνωρίζων αὐτόν, ἡ ὅλη δὲ κατηγορία καὶ εὐθύνη ἐπερρίφθη εἰς τὸν Λάζαρον.
Τί μετὰ ταῦτα ἐπηκολούθησεν; Ὁ μὲν κτυπηθεὶς ἀφέθη ἐλεύθερος, ὁ δὲ ἀνεύθυνος Λάζαρος ἐνεκλείσθη εἰς τὴν φυλακὴν τὴν ἑβδόμην τοῦ Ἀπριλίου. Ἐπειδὴ δὲ ἡ δῆθεν ὕβρις καὶ ἀτίμασις τῆς γυναικὸς ἐκοινολογήθη καὶ ἠκούσθη, ὄχι ὡς ψευδὴς καὶ πλαστή, ὅπου ἦτο, ἀλλ’ ὡς ἀληθὴς καὶ πραγματική, οἱ συγγενεῖς της προσέφεραν εἰς τὸν ἀγᾶν χίλια γρόσια διὰ νὰ τουρκεύσῃ τὸν Λάζαρον ἢ ἄλλως νὰ τὸν κρεμάσῃ, πρὸς ἐξάλειψιν τοῦ ὀνείδους τὸ ὁποῖον προσήφθη εἰς τὸ γένος των. Καὶ ὁ μὲν ἀγᾶς ἐπεθύμει κατὰ πολὺ νὰ λάβῃ τὰ γρόσια· ὁ κριτὴς ὅμως δὲν ἔδωσεν ἄδειαν, οὔτε διὰ τὸ ἕν, οὔτε διὰ τὸ ἄλλο, ἐπειδὴ ἦσαν ἀπὸ μέρους τοῦ Λαζάρου μάρτυρες, οἵτινες, μαρτυροῦντες τὸ πρᾶγμα καθὼς ἀληθῶς συνέβη, ἀπεδείκνυον ψευδῆ καὶ συκοφαντικὴν τὴν κατηγορίαν, τὸν δὲ Λάζαρον ὡμολόγουν ἀνεύθυνον. Ὁ ἀγᾶς τότε, ἀφήσας τὰς τῶν ἄλλων μαρτυρίας, ἠθέλησε νὰ ἐξακριβώσῃ τὴν ἀλήθειαν ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Λάζαρον. Ὅθεν ἐπρόσταξε καὶ τὸν ἔδειραν εἰς τοὺς πόδας ἐλαφρῶς, διὰ νὰ ὁμολογήσῃ μόνος τὴν ἀλήθειαν. Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνος ἔλεγε τὸ πρᾶγμα καθὼς πράγματι ἦτο καὶ ὄχι καθὼς τὸ ἤθελεν ὁ ἀγᾶς, ἐπρόσταξε καὶ τὸν ἔδεσαν μὲ ἁλύσεις, ἔπειτα δὲ τὸν ἔρριψαν εἰς τὴν φυλακήν, ὅπου καὶ παρέμεινεν οὕτω βασανιζόμενος μέχρι τῆς κβ’ (22ας) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς Ἀπριλίου. Κατ’ ἐκείνας δὲ τὰς ἡμέρας ὅπου ἐβασανίζετο ὁ Μάρτυς εἰς τὴν φυλακήν, ἦλθον συμπατριῶται τού τινες Βούλγαροι πρὸς παρηγορίαν του, ὁ δὲ Ἅγιος τοὺς εἶπε νὰ κρυφθοῦν, διὰ νὰ μὴ τοὺς συλλάβῃ ὁ ἀγᾶς καὶ τοὺς ζητήσῃ ἀργύρια διὰ νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ, ὅπερ ἐκεῖνος δὲν ἤθελεν.
Ὅσον λοιπὸν παρήρχοντο αἱ ἡμέραι, τόσον ὁ ἀγᾶς ἐδαιμονίζετο, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐπειδὴ ἐκινδύνευε νὰ χάσῃ τὰ παρὰ τῶν Ἀγαρηνῶν προσφερόμενα χίλια γρόσια, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι οὐδεὶς ἐφάνη ἀπὸ μέρους τοῦ καταδίκου νὰ πληρώσῃ, καθὼς ἐκεῖνος ἐνόμιζε, διὰ νὰ τὸν ἀπελευθερώσῃ καὶ οὕτω νὰ ἀναπληρωθοῦν τὰ ἐλλείποντα. Ἐπρόσταξε λοιπὸν καὶ τὸν ἔφεραν ἐνώπιόν του καὶ μὲ πολλὰς κολακείας καὶ δολιότητας τὸν παρεκίνει νὰ τουρκεύσῃ διὰ νὰ τοῦ χαρίσῃ τὴν ζωήν, ἀποσκοπῶν κυρίως εἰς τὸ νὰ λάβῃ τὰ χίλια γρόσια. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Λάζαρος δὲν ἠπατήθη νὰ καταπεισθῇ ἀπὸ τὰς κολακείας καὶ τὰς ὑποσχέσεις του, ὁ δὲ ἀγᾶς ἐκινδύνευε νὰ χάσῃ τὰ ὑποσχεθέντα, τούτου ἕνεκεν ἐπρόσταξε τὸν ὑπαρχηγόν του νὰ στείλῃ νὰ πάρῃ τεσσαράκοντα πρόβατα τὰ ὁποῖα εἶχεν ὁ Λάζαρος ἰδικά του, διότι ὅλα τὰ ἄλλα ἦσαν ξένα.