Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος ΛΑΖΑΡΟΥ τοῦ ἐκ Βουλγαρίας, ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωβ’ (1802).

Κατὰ τὴν ἑπομένην λοιπόν, ὅτε ἐξημέρωνεν ἡ Τρίτη τοῦ Θωμᾶ, κβ’ (22α) τοῦ Ἀπριλίου, λίαν πρωῒ ἐπρόσταξε τοὺς ἀνθρώπους του νὰ τὸν βασανίσουν σκληρότατα μὲ ὅποιον τρόπον γνωρίζουν καὶ ὅπως ἠμποροῦν ἕως τῆς ἑσπέρας, οὕτως ὥστε ἡ ἑσπέρα νὰ τὸν εὕρῃ ἢ τουρκευμένον ἢ νεκρὸν ἀπὸ τὰς πολλὰς καὶ σκληρὰς βασάνους. Ταῦτα δὲ προστάξας ἀνέβη εἰς ἵππον καὶ ἐξῆλθε πρὸς διασκέδασιν μετ’ ἄλλων πολλῶν. Οἱ δὲ ἐπάρατοι ἐκεῖνοι Ἀγαρηνοί, εὐθὺς ὡς ἔλαβον τὴν τοιαύτην προσταγήν, θέλοντες νὰ εὐχαριστήσουν τὸν ἀγᾶν των, δὲν ἠρκέσθησαν μόνον εἰς τὴν φυσικήν των σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπίαν, ἀλλὰ ἠθέλησαν νὰ φανοῦν σκληρότεροι καὶ θηριωδέστεροι. Ὅθεν, ἀφοῦ ἐμέθυσαν καλά, διὰ νὰ μὴ αἰσθάνωνται καμμίαν λύπην καὶ συμπάθειαν ἀπὸ τὰς βασάνους τοῦ Μάρτυρος, ἔπειτα ἤρχισαν νὰ τὸν βασανίζουν. Καὶ πρῶτον ἐπύρωσαν τόσα σίδηρα, ὅσοι ἦσαν οἱ βασανισταὶ καὶ κατέκαιον ἀσπλάγχνως ἓν πρὸς ἓν ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός του, ἐπὶ ὥραν πολλὴν βιάζοντες αὐτὸν νὰ εἰπῇ τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεώς των. Μετὰ δὲ τὴν φρικτὴν ἐκείνην κατάκαυσιν εἰς ὅλα τὰ μέρη τοῦ σώματός του, λαβόντες τὴν πλέον βαρεῖαν πέτραν, ἥτις ἦτο εἰς τὴν φυλακήν, τὴν ἔθεσαν ἐπάνω εἰς τὸ στῆθος του καὶ ἐξεβίαζον τοῦτον νὰ εἰπῇ τὴν ὁμολογίαν τῆς ἀντιχρίστου πίστεώς των.

Ὁ μακάριος ὅμως Μάρτυς ὅλως τὸ ἀντίθετον ἔκαμνεν, ὁμολογῶν ἐνθέρμως τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ ἐπικαλούμενος τὴν θείαν Αὐτοῦ βοήθειαν, διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ἐπειδὴ ἦτο τότε ἡ κβ’ (22α) τοῦ Ἀπριλίου, παραμονὴ τῆς μνήμης τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Ὁ γενναῖος ὅμως Λάζαρος καὶ τὴν πίστιν ἐκείνων κατεφρόνει καὶ ὅλα τὰ τῆς πίστεώς των ὕβριζεν ἀφόβως. Ταῦτα ἐκεῖνοι ἀκούοντες ἤναπτον περισσότερον ἀπὸ θυμὸν καὶ ἐπειδὴ εἶχον κατακαύσει ὅλον τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος μὲ τὰ πεπυρωμένα σίδηρα καὶ ἄλλο τι φρικτότερον δὲν εἶχον νὰ τοῦ κάμουν, ἔσυραν μὲ πολλὴν μανίαν τὴν γλῶσσαν του ἔξω τοῦ στόματός του καὶ τὴν ἔκαυσαν ὁμοίως καὶ αὐτὴν μὲ πεπυρωμένον σίδηρον, τόσον δεινῶς καὶ ἀσπλάγχνως, ὥστε τὸ ἥμισυ μέρος εἰς τὸ ὁποῖον ἤγγισε τὸ σίδηρον κατεκάη, τὸ δὲ ἄλλο ἥμισυ ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ λάρυγγος ἐξηράνθη καὶ ἔμεινε τελείως ἄλαλος. Ἐπειδὴ δὲ εἰς τὸ ἑξῆς δὲν εἶχε γλῶσσαν νὰ ὁμιλήσῃ καὶ νὰ εἰπῇ τὴν ὁμολογίαν, τὴν ὁποίαν ἐκεῖνοι ἐπόθουν, προσεπάθησαν νὰ λάβουν τὴν συγκατάθεσίν του μὲ σχῆμα καὶ νεῦμα τῆς κεφαλῆς. Τούτου δὲ μὴ γενομένου, τοῦ ἔβαλαν ἀστραγάλους εἰς τὰς μήνιγγας καὶ τυλίξαντες γύρω διὰ σχοινίου τὴν κεφαλήν του τὸν ἐβασάνιζαν δεινῶς ἐπὶ ὥραν πολλὴν τόσον, ὥστε ἐκ τῶν πολλῶν βασάνων κατέστρεψαν καὶ τὸν ἕνα ὀφθαλμόν του.


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Μάρκου τοῦ ἐν Χίῳ μαρτυρήσαντος κατὰ τὸ ἔτος 1801, Ἰουνίου εʹ (5ην), (βλέπε ἐν τόμῳ Ϛʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).