Ταῦτα ἀκούσας ὁ εὐλογημένος Ἰωάννης παρεκίνησε τοὺς Ἀγαρηνοὺς νὰ θανατώσουν τὸν Μάρτυρα, εἰπών· «Τὶ φυλάττετε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον ἐπὶ τόσας ἡμέρας; Ἐγνωρίσατε καλῶς ὅτι ἦτο συκοφαντία ἡ ἐναντίον του κατηγορία. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐπιμένουν οἱ κατήγοροί του καὶ ζητοῦν ἐκδίκησιν, θανατώσατέ τον διὰ νὰ ἀπαλλαγῆτε καὶ σεῖς καὶ αὐτός». Ὄχι δὲ μὲ λόγους μόνον παρεκίνει τοὺς Ἀγαρηνοὺς ἀλλὰ καὶ φιλοδώρημα τοὺς ἔδωκεν. Οὕτω λοιπὸν ἐνήργησεν ὁ Ἰωάννης. Ὁ δὲ Θεός, ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων Αὐτόν, τί ᾠκονόμησεν; Ἐλθὼν ὁ ἀγᾶς ἀπὸ τὴν διασκέδασίν του, δὲν ἐξήτασε, τὴν ἑσπέραν ἐκείνην περὶ τοῦ Μάρτυρος· τὸ δὲ πρωῒ μετέβη πάλιν ὁ Ἰωάννης εἰς τὴν οἰκίαν του καὶ ἐλθὼν εἰς τὸ παράθυρον τῆς φυλακῆς ὡμίλει μεγαλοφώνως μὲ τὸν Μάρτυρα καὶ ἐκεῖνος δὲ ὁμοίως, μεγαλοφώνως ἀπεκρίνετο πρὸς αὐτόν. Ὁ δὲ ἀγᾶς, ἀκούσας τὴν φωνὴν τοῦ Λαζάρου, τὴν ἐγνώρισεν. Ὅθεν ἐκάλεσε μετὰ θυμοῦ τοὺς ἀνθρώπους του καὶ τοὺς ἐπρόσταξε νὰ βασανίσουν τὸν Μάρτυρα, ἠρώτησε δὲ τούτους· «Τί ἐκάματε χθὲς αὐτὸν τὸν Χριστιανόν; Δὲν σᾶς ἐπρόσταξα νὰ τὸν βιάσετε νὰ τουρκεύσῃ ἢ ἄλλως νὰ τὸν θανατώσετε;». Ἀπεκρίθησαν δὲ ἐκεῖνοι· «Ναί, νεκρόν, χωρὶς πνοὴν τὸν ἀφήσαμεν». «Διατί, λοιπόν, τώρα ὁμιλεῖ καὶ καλῶς ἔχει; Λοιπὸν μὲ ἐμπαίζετε ὅτι τὸν ἐβασανίσατε;». Ὅθεν πιεζόμενοι ἐκεῖνοι νὰ μὴ φανοῦν ψεῦσται καὶ οὕτω ἀκολούθως κακοποιηθοῦν ἀπὸ τὸν ἀγᾶν, τοῦ διηγήθησαν ἓν πρὸς ἓν τὰ βάσανα τὰ ὁποῖα τοῦ ἔκαμαν. Ὅμως ἐκεῖνος κατ’ οὐδένα τρόπον ἤθελε νὰ πιστεύσῃ εἰς ὅσα τοῦ ἔλεγον, ἐὰν δὲν ἐσῴζοντο τὰ σημεῖα τῶν πληγῶν.
Ὅταν λοιπὸν ἔφεραν ἐνώπιόν του τὸν Μάρτυρα καὶ εἶδε τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ κατακεκαυμένην, καθὼς καὶ ὅλον τὸ σῶμα του κατακεκαυμένον καὶ καταπληγωμένον, τὴν κεφαλὴν τετραυματισμένην ἀπὸ τοὺς ἀστραγάλους καὶ ἀπὸ τὸ σφίξιμον τοῦ σχοινίου καὶ τὸν ὀφθαλμόν του κατεστραμμένον, ἐπληροφορήθη καλῶς καὶ ἠννόησεν ὅτι θείας δυνάμεως ἔργον ἦτο τοῦτο. Ὅμως δὲν τὸν ἀπέλυσεν. Ἴσως διὰ νὰ μὴ χάσῃ τὰ χίλια γρόσια, τὰ ὁποῖα τοῦ ἔταξαν, ἀλλ’ οὔτε καὶ τὸν ἐθανάτωσεν ἀμέσως. Ἤρχισε δὲ νὰ τοῦ ὁμιλῇ μὲ πολλὴν ἡμερότητα καὶ προσεπάθη μὲ κολακείας ἀπατηλὰς νὰ μεταβάλῃ τὴν γνώμην του. Ὑπέσχετο, ἐὰν τουρκεύσῃ, νὰ τοῦ δώσῃ τὰ τεσσαράκοντα πρόβατα, τὰ ὁποῖα τοῦ ἐπῆρε, νὰ τὸν ὑπανδρεύσῃ, νὰ τοῦ χαρίσῃ ἀρχοντικὰ κτήματα, καθὼς καὶ διάφορα ἄλλα δῶρα.