ΛΑΖΑΡΟΣ ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ στρατιώτης καὶ Μάρτυς καλλίνικος κατήγετο ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Βουλγαρίας, ἐκ πόλεως καλουμένης Γάμπροβον, υἱὸς ὑπάρχων γονέων Χριστιανῶν Ὀρθοδόξων. Ἀναχωρήσας δὲ ἀπὸ τὴν πατρίδα του τὴν Βουλγαρίαν, ἐπορεύθη εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ κατέληξεν εἰς πόλιν τινὰ καλουμένην Σῶμα, πλησίον τῆς Περγάμου, ὅπου καὶ ἔγινε ποιμὴν προβάτων. Ἐνῷ δὲ ἔβοσκε τὰ πρόβατα εἰς ὑψηλό τινα καὶ ἔρημον τόπον, ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν, ἐνῷ ἐκοιμᾶτο, διῆλθεν ἐκεῖθεν τυχαίως γυνή τις Τούρκισσα, ἐναντίον τῆς ὁποίας ὥρμησε, μὲ πολλὴν ἀγριότητα, ὁ κύων τῆς ποίμνης. Ὁ δὲ Λάζαρος ἐξυπνήσας ἀπὸ τὰ γαυγίσματα τοῦ κυνὸς ἔσπευσε ταχέως καὶ ἔσωσε τὴν γυναῖκα, ἥτις δὲν ἔπαθεν ἄλλην βλάβην, ἐκτὸς μικροῦ σχισίματος τῶν ἐνδυμάτων της.
Ἐκείνη ὅμως ἡ μοχθηρὰ καὶ βέβηλος τότε μὲν δὲν ἔδειξε κανὲν σημεῖον ὀργῆς κατὰ τοῦ Λαζάρου, ἀλλ’ ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸν ἄνδρα της, ἐσυκοφάντησε τὸν Χριστιανὸν μὲ συκοφαντίαν δεινὴν καὶ θανάσιμον. Ὅτι δηλαδὴ τὴν ἐβίασεν ἐκεῖ εἰς τὸν ἔρημον τόπον, δεικνύουσα ὡς σημεῖον τὸ ξέσχισμα τῶν ἐνδυμάτων της. Ταῦτα ἐκεῖνος ἀκούσας ἤναψεν ἀπὸ θυμὸν καὶ ἔσπευσεν εὐθὺς νὰ εὕρῃ τὸν βοσκὸν διὰ νὰ τὸν θανατώσῃ· ἀλλὰ μὴ γνωρίζων αὐτόν, ἐκτύπησε τὸν σύντροφόν του, τὸν ὁποῖον δὲν ἐτραυμάτισε καιρίως καὶ οὕτω δὲν ἀπέθανε. Μαθὼν δὲ κατόπιν παρὰ τῆς γυναικός, ὅτι δὲν ἐκτύπησε τὸν ὑπ’ αὐτῆς κατηγορηθέντα, ἰδὼν δὲ καὶ ὁ ἴδιος ὅτι δὲν ἀπέθανεν ὁ πληγωμένος, ἐσυλλογίσθη ὅτι ἐνδέχεται οὗτος νὰ τὸν σύρῃ εἰς δίκην, ἐφ’ ὅσον ἦτο ὅλως ἀθῶος καὶ ἀνεύθυνος. Τοῦτο φοβηθεὶς ὁ βάρβαρος ὑπεκίνησε τοὺς συγγενεῖς τῆς γυναικός του νὰ ἐκθέσουν εἰς τὸν κριτὴν τὴν βίαν καὶ τὸ τόλμημα τοῦ Χριστιανοῦ καὶ νὰ προστατεύσουν τὴν τιμήν της, ὥστε νὰ μὴ μείνῃ ἐντροπιασμένη, ὡς δῆθεν θεληματικῶς μοιχευθεῖσα.
Ἀντιληφθεὶς ὁ μακάριος Λάζαρος ἀπὸ τὸν θυμὸν τοῦ Ἀγαρηνοῦ, πῶς μετεμόρφωσεν ἡ κατάρατος ἐκείνη τὰ πράγματα καὶ πῶς ἔπλεξε τὴν συκοφαντίαν, δὲν ἔκρινε καλὸν νὰ κρυφθῇ διὰ νὰ μὴ βεβαιώσῃ μὲ τὴν ἀπόκρυψίν του τὴν κατηγορίαν. Ἔμεινε λοιπὸν εἰς τὸ ποίμνιόν του, διὰ νὰ δείξῃ ὅτι, ὡς ἀθῶος καὶ ἀνεύθυνος, δὲν ἔχει τίποτε νὰ φοβηθῇ. Ἀναφερθείσης λοιπὸν τῆς συκοφαντίας εἰς τὸν ἀγᾶν παρὰ τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῶν συγγενῶν τῆς γυναικός, ἔστειλεν αὐτὸς εὐθὺς καὶ ἔφεραν τὸν Λάζαρον καὶ τὸν κτυπημένον· ἔπειτα ἔφεραν καὶ τὴν κατηγορήσασαν γυναῖκα μετὰ τῶν συγγενῶν της.