Ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἅγιον Ἱερομάρτυρα ΛΕΩΝΙΔΗΝ καὶ τὴν Συνοδίαν αὐτοῦ.

Ὄχι, σᾶς διαβεβαιῶ εἰς τοὺς γενναίους ἀγῶνας των διὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ τὴν μέχρις αἵματος καρτερίαν των· διότι ἀφοῦ ἐνεψύχωσαν ἑαυτὰς λαβοῦσαι ἀνδρικὸν θάρρος, ἐπροχώρησαν ὅλαι μαζὶ πρὸς τοὺς κινδύνους καὶ μὲ ἀτρόμητον φωνὴν ὡμολόγησαν Θεὸν ἀληθινὸν τὸν ἀθάνατον Νυμφίον των. Διότι τοξευόμεναι διὰ τὴν ἀγάπην του, ἐθεώρουν τὰς πληγὰς τῶν ἀσεβῶν ὡς βέλη νηπίων.

«Μὴ νομίζῃς, δηλαδή, ἔλεγον, ὦ δικαστά, ὅτι τὸν ἀγῶνα σου αὐτὸν διεξάγεις πρὸς γυναῖκας τρυφεράς· διότι ἡμεῖς, ἂν κατὰ τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν εἴμεθα γυναῖκες, ἐν τούτοις εἴμεθα πολὺ γενναιότεραι καὶ τῆς χειροτέρας ὠμότητος, ἀπὸ ὅσον ἐπιτρέπει τοῦτο ἡ γυναικεία φύσις μας. Ἡμεῖς ἐκυριεύθημεν ἀπὸ τὸ κάλλος τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ζωήν μας τὴν ἀφιερώσαμεν εἰς τὸν ἔρωτα ἐκείνου. Χάριν ἐκείνου ζῶμεν, πρὸς Χάριν ἐκείνου εἴμεθα ἐδῶ ὅλαι μαζί, διότι ποθοῦμεν νὰ ἑνωθῶμεν στενώτερον μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἔχουσαι ἀπηλλαγμένας τὰς ψυχάς μας ἐκ τούτου τοῦ σαρκίου».

«Τὸ σῶμα τοῦτο τὸ ὑλικὸν τὸ ἀποστρεφόμεθα καὶ βιαζόμεθα νὰ ἀπαλλαγῶμεν ἀπὸ τὸν δεσμόν μας μὲ αὐτό. Ὥστε, ἐὰν μᾶς βασανίσῃς, περισσότερον θὰ μᾶς λαμπρύνῃς καὶ θὰ μᾶς κάμῃς περισσότερον ποθητὰς διὰ τὸν οὐράνιον Νυμφίον μας· ὅταν δηλαδὴ θὰ στολισθῶμεν μὲ τὰ στίγματα τῶν πληγῶν, τὰς ὁποίας θὰ λάβωμεν πρὸς Χάριν του. Καὶ ἐὰν τεμαχίσῃς τὰ σώματά μας, δὲν θὰ δυνηθῇς νὰ μᾶς χωρίσῃς ἀπὸ τὸν Χριστόν, πρὸς τὸν ὁποῖον εἴμεθα ἡνωμέναι διὰ τῆς Πίστεως. Ὅσον ταχύτερον μᾶς θανατώσῃς, τόσον γρηγορώτερον θὰ μᾶς παρουσιάσῃς εἰς τὸν ἀγαπημένον μιας Ἰησοῦν. Ἀπάλλαξόν μας ἀπὸ τὴν ζωὴν ὅσον ταχύτερον δύνασαι, κατηραμένε, διὰ νὰ μεταβῶμεν ταχύτερον εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».

Ἔμεινε κατάπληκτος ἀπὸ τὴν παρρησίαν τῶν παρθένων ἐκείνων ὁ τύραννος καὶ νικηθεὶς ἀπὸ τὴν γενναιότητα καὶ τὴν καρτερίαν, τὴν ὁποίαν ἔδειξαν, διατάσσει νὰ ριφθοῦν εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης καὶ νὰ ἐξαφανισθοῦν εἰς τὰ ὕδατα της, ὥστε νὰ λησμονηθοῦν, διὰ νὰ μὴ παρουσιάζωνται ὡς λαμπρὰ τρόπαια τῆς ἐναντίον του νίκης. Ὡδηγοῦντο λοιπὸν πρὸς τὸν θάνατον αἱ περὶ τὸν θεῖον Λεωνίδην γενναῖαι Μάρτυρες ὄχι κατηφεῖς ἢ σκυθρωπαί, ὅπως θὰ συνέβαινε μὲ οἱασδήποτε ἄλλας μελλοθανάτους, ἀλλὰ χαίρουσαι καὶ ψάλλουσαι, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι μὲ τὴν καρτερίαν των ἐνίκησαν τὸν δικάζοντα αὐτὰς τύραννον, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι ἠξιώθησαν νὰ πίουν μὲ τὰ ἁλμυρὰ ὕδατα τῆς θαλάσσης τὸ γλυκὺ ποτήριον τοῦ Μαρτυρίου.


Ὑποσημειώσεις

[1] Περίφημος εἶναι ὁ Ἐπιτάφιος, τὸν ὁποῖον ἐξεφώνησεν ὁ Περικλῆς πρὸς τιμὴν τῶν νεκρῶν τοῦ Αʹ ἔτους τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, καὶ τὸν ὁποῖον διέσωσεν ὁ Θουκυδίδης εἰς τὴν ἱστορίαν του.

[2] «Δικαίων δὲ ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος. Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι…» (Σοφ. Σολ. γʹ 1-2).

[3] Ἐννοεῖ τὸν Ἑωσφόρον, ὅστις ἐπαρθεὶς εἶπεν ἐν ἑαυτῷ· «Εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου…» (Ἡσ. ιδʹ 13-14).

[4] «Τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττον τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσιν» (Ἑβρ. ιαʹ 40).

[5] Ὡς ὑποσημειοῦμεν ἐν ταῖς σελίσι 258-261, τὰ ἐρείπια τοῦ Ναοῦ τούτου ἀπεκαλύφθησαν κατὰ τὰς διενεργηθείσας κατὰ τὸ ἔτος 1917 ἀνασκαφὰς ὑπὸ τοῦ καθηγητοῦ Γ. Σωτηρίου, ὅστις ἐκ τῆς περικοπῆς ταύτης τοῦ λόγου τοῦ Χωνιάτου ὡδηγήθη εἰς τὸν τόπον ἔνθα ἐνήργησε τὰς ἀνασκαφὰς (ἔνθα ἀνωτέρω σημειοῦται). Ἐν τῷ πρωτοτύπῳ ὁ Ναὸς οὗτος ὀνομάζεται πολυάνδριον.

[6] Τὸ πρωτότυπον λέγει ὅτι ἐσπαράσσετο «τιτανικῶς». Δι’ αὐτοῦ ὑπαινίσσεται ὁ Χωνιάτης τὸν Τιτᾶνα Προμηθέα, ὁ ὁποῖος ἐδέθη ἐπὶ τοῦ Καυκάσου κατὰ διαταγὴν τῶν θεῶν καὶ καθ’ ἑκάστην ἀετὸς ἐσπάρασσε τὸ ἧπαρ του, διότι παρέδωσε τὸ πῦρ εἰς τοὺς ἀνθρώπους.

[7] Βλέπε σχετικῶς ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῆς σελίδος 261.

[8] Τὸ ἐπίγραμμα τοῦτο, ὡς καὶ τὸ ἐν συνεχείᾳ ἀναφερόμενον, δὲν εἶναι ἀκριβῆ ὡς παρατίθενται ἐνταῦθα. Σχολιάζων τὸ σημεῖον τοῦτο ὁ ἀείμνηστος Σπυρίδων Λάμπρος ἀποφαίνεται ὅτι ὁ Ἱερὸς Χωνιάτης ἀπήγγειλε ταῦτα ἐκ τοῦ προχείρου καὶ ἀπὸ μνήμης, διὸ καὶ δὲν κατεχωρίσθησαν ὡς ἀκριβῶς ἔχουσι. Τὸ ἀκριβὲς κείμενον τοῦ πρώτου τούτου ἐπιγράμματος ἔχει οὕτω: «Ὦ ξεῖν’ ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ρήμασι πειθόμενοι.»

[9] Τὸ δεύτερον τοῦτο ἐπίγραμμα ἔχει κατὰ λέξιν οὕτω: «μυριάσι ποτὲ τῇδε τριακοσίαις ἐμάχοντο ἐκ Πελοποννήσου χιλιάδες τέττορες».