Ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἅγιον Ἱερομάρτυρα ΛΕΩΝΙΔΗΝ καὶ τὴν Συνοδίαν αὐτοῦ.

Ποῖος δηλαδὴ εἶναι τόσον νωθρὸς καὶ τόσον βαρὺς τὴν καρδίαν, ὁ ὁποῖος, ἐὰν ἐγγίσῃ ἕνα ὀστοῦν Μάρτυρος ἢ τὴν ἁγίαν κόνιν τοῦ Λειψάνου του, δὲν θὰ αἰσθανθῇ ἀμέσως μίαν θεϊκὴν λάμψιν εἰς τὴν ψυχήν του καὶ δὲν θὰ ὑψωθῇ πρὸς τὴν θείαν ἀγάπην; Ἡ θήκη τῶν Μαρτύρων εἶναι θησαυρὸς ἐγγυώμενος τὴν ἀνάστασιν, εἶναι θησαυροφυλάκιον ἀθανασίας, εἶναι διαρκὴς ὑπενθύμισις τῆς ἀφθαρσίας, ἡ ὁποία μᾶς περιμένει, εἶναι στήλη, ἡ ὁποία μᾶς φέρει διαρκῶς εἰς τὸν νοῦν τὴν καρτερίαν, τὴν ὁποίαν ἔδειξαν εἰς τὰ μαρτύρια, τὰ ὁποῖα ὑπέστησαν, εἶναι τὸ τρόπαιον τῆς ἀγάπης των πρὸς τὸν Θεόν. Ἐὰν δὲ ὁ τάφος περιέχῃ τὰ Λείψανα περισσοτέρων τοῦ ἑνὸς Μαρτύρων καὶ καυχᾶται, διότι περικλείει τὴν τέφραν Μαρτύρων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, αὐτὸ ἀποτελεῖ πολλῶν εἰδῶν πνευματικὸν θησαυρόν, ὅπως εἶναι καὶ ὁ πλοῦτος αὐτός, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται ἐνώπιόν μας.

Ἀλλὰ ποῖοι εἶναι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται μέσα εἰς αὐτὸν τὸν τάφον; Διότι μοῦ φαίνεται, ὅτι δὲν γνωρίζετε, ἂν καὶ ὄχι ὅλοι, τὸν θησαυρὸν τὸν ὁποῖον ἔχετε ἀποταμιευμένον. Εἶναι ὁ Λεωνίδης ὁ μέγας καὶ ὁ χορὸς τῶν γενναίων γυναικῶν, αἱ ὁποῖαι ἦσαν μαζὶ μὲ τὸν Λεωνίδην. Διότι καὶ γυναῖκες ἐδείκνυον ἀνδρικὴν γενναιότητα εἰς τοὺς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀγῶνας, ἀπὸ τότε βεβαίως ποὺ ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη ἐκ τῆς Παρθένου. Διὰ ποίαν δὲ αἰτίαν καὶ κατὰ ποῖον τρόπον ἐβάδισαν τὸν δρόμον τοῦ Μαρτυρίου; Οὗτοι οἱ μακάριοι ὑπῆρξαν μὲν γεννήματα καὶ θρέμματα τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ δὲ ἐγνώρισαν τὸν ἕνα καὶ μόνον καὶ ἀληθινὸν Θεόν, ἀπήλλαξαν ἀπὸ τὴν πολυαρχίαν τῶν πολλῶν θεῶν τὴν πατρίδα, ἡ ὁποία τοὺς ἐγέννησε, ὄχι διότι κατέλυσαν ταύτην ἤ ἐκείνην τὴν τυραννίδα, ἀλλὰ ἀνατρέψαντες τὴν πολυθεΐαν. Ὅταν δηλαδὴ συληφθέντες ὑπὸ τῶν ἀσεβῶν ὄχι μόνον δὲν κατεπείσθησαν ὑπ’ αὐτῶν νὰ ἀρνηθῶσι τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ἀλλ’ αὐτοὶ μᾶλλον ἔγιναν κύριοι ἐκείνων καὶ μαζὶ μὲ τοὺς θεοὺς καὶ τὰ εἴδωλά των τοὺς ὑπέταξαν εἰς τὴν ἀληθῆ Πίστιν, ὄχι διότι ἔλαβον ὅπλα διὰ νὰ ἐπιτύχουν, ὅσα κατώρθωσαν, ἢ διότι ἐνίκησαν εἰς κάποιαν μάχην, ἀλλὰ διὰ τῶν μαρτυρίων τὰ ὁποῖα γενναίως ἔπασχον καὶ διότι ὑπέμειναν βασανιζόμενοι διὰ τὴν εὐσέβειαν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Περίφημος εἶναι ὁ Ἐπιτάφιος, τὸν ὁποῖον ἐξεφώνησεν ὁ Περικλῆς πρὸς τιμὴν τῶν νεκρῶν τοῦ Αʹ ἔτους τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, καὶ τὸν ὁποῖον διέσωσεν ὁ Θουκυδίδης εἰς τὴν ἱστορίαν του.

[2] «Δικαίων δὲ ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος. Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι…» (Σοφ. Σολ. γʹ 1-2).

[3] Ἐννοεῖ τὸν Ἑωσφόρον, ὅστις ἐπαρθεὶς εἶπεν ἐν ἑαυτῷ· «Εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου…» (Ἡσ. ιδʹ 13-14).

[4] «Τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττον τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσιν» (Ἑβρ. ιαʹ 40).

[5] Ὡς ὑποσημειοῦμεν ἐν ταῖς σελίσι 258-261, τὰ ἐρείπια τοῦ Ναοῦ τούτου ἀπεκαλύφθησαν κατὰ τὰς διενεργηθείσας κατὰ τὸ ἔτος 1917 ἀνασκαφὰς ὑπὸ τοῦ καθηγητοῦ Γ. Σωτηρίου, ὅστις ἐκ τῆς περικοπῆς ταύτης τοῦ λόγου τοῦ Χωνιάτου ὡδηγήθη εἰς τὸν τόπον ἔνθα ἐνήργησε τὰς ἀνασκαφὰς (ἔνθα ἀνωτέρω σημειοῦται). Ἐν τῷ πρωτοτύπῳ ὁ Ναὸς οὗτος ὀνομάζεται πολυάνδριον.

[6] Τὸ πρωτότυπον λέγει ὅτι ἐσπαράσσετο «τιτανικῶς». Δι’ αὐτοῦ ὑπαινίσσεται ὁ Χωνιάτης τὸν Τιτᾶνα Προμηθέα, ὁ ὁποῖος ἐδέθη ἐπὶ τοῦ Καυκάσου κατὰ διαταγὴν τῶν θεῶν καὶ καθ’ ἑκάστην ἀετὸς ἐσπάρασσε τὸ ἧπαρ του, διότι παρέδωσε τὸ πῦρ εἰς τοὺς ἀνθρώπους.

[7] Βλέπε σχετικῶς ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῆς σελίδος 261.

[8] Τὸ ἐπίγραμμα τοῦτο, ὡς καὶ τὸ ἐν συνεχείᾳ ἀναφερόμενον, δὲν εἶναι ἀκριβῆ ὡς παρατίθενται ἐνταῦθα. Σχολιάζων τὸ σημεῖον τοῦτο ὁ ἀείμνηστος Σπυρίδων Λάμπρος ἀποφαίνεται ὅτι ὁ Ἱερὸς Χωνιάτης ἀπήγγειλε ταῦτα ἐκ τοῦ προχείρου καὶ ἀπὸ μνήμης, διὸ καὶ δὲν κατεχωρίσθησαν ὡς ἀκριβῶς ἔχουσι. Τὸ ἀκριβὲς κείμενον τοῦ πρώτου τούτου ἐπιγράμματος ἔχει οὕτω: «Ὦ ξεῖν’ ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ρήμασι πειθόμενοι.»

[9] Τὸ δεύτερον τοῦτο ἐπίγραμμα ἔχει κατὰ λέξιν οὕτω: «μυριάσι ποτὲ τῇδε τριακοσίαις ἐμάχοντο ἐκ Πελοποννήσου χιλιάδες τέττορες».