Ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἅγιον Ἱερομάρτυρα ΛΕΩΝΙΔΗΝ καὶ τὴν Συνοδίαν αὐτοῦ.

διότι καὶ αὐτὴ ὑπῆρξε κοινωνὸς τῆς δόξης τῶν Μαρτύρων τούτων, ὅπως ὑπῆρξε μέτοχος καὶ τῶν ἀγώνων τῶν μακαρίων καὶ μαρτυρικῶν ψυχῶν των, ἀφοῦ ἀπέβαλε τὴν θνητότητά της μὲ τὰ στίγματα τῶν ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρίων, ἐγεύθη τὴν μέλλουσαν ἀθανασίαν καὶ συμμετέσχε τῆς καλυτέρας τελειώσεως· ἀλλ’ εἶναι ἀποθησαυρισμένη ἐδῶ διὰ νὰ ἀποτελῇ τοῦτο μὲν διαρκῆ ὑπόμνησιν τῶν μαρτυρικῶν των ἀγώνων, τοῦτο δὲ ἁγιασμὸν ψυχῆς τε καὶ σώματος, καὶ διὰ νὰ συνοφρυοῦται ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐκαυχήθη ὅτι θὰ στήσῃ τὸν θρόνον του ὑπεράνω τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ [3], ἢ μᾶλλον διὰ νὰ φεύγῃ οὗτος μακρὰν ἐκτοπιζόμενος ἀπὸ τὴν οἰκουμένην, μὴ ὑποφέρων νὰ βλέπῃ τὴν κόνιν τῶν σωμάτων, ὑπὸ τῶν ὁποίων κατενικήθη καὶ συνετρίβη καὶ ἐξετινάχθη ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὅπως παρασύρεται ὑπὸ τοῦ ἀνέμου ὁ ἐλαφρότατος χνοῦς.

Δὲν εὑρίσκονται ὅμως πλησίον μας τὰ Ἱερὰ Λείψανα τῶν Μαρτύρων, χωρισμένα ἀπὸ τὰς μακαρίας ψυχάς των, μόνον διὰ τὸν λόγον τοῦτον· ἀλλὰ καὶ διότι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες θέλουν ἀπὸ κοινοῦ μὲ ἡμᾶς νὰ ἀπολαύσουν τὴν τελείαν ἀφθαρσίαν καὶ τὴν κατὰ χάριν θέωσιν καὶ διὰ νὰ μένουν ἐνταῦθα, πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπὸν μετέβησαν πρὸς τὴν καλυτέραν ζωήν.

Ὤ! πόσον μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη ἐκείνων πρὸς ἡμᾶς καὶ πόσον μεγάλη εἶναι ἡ ἰδική μας ἀδιαφορία! Ἐὰν ἐκεῖνοι μέν, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαποῦν, ἀνέχονται νὰ παραμένουν εἰς τὴν γῆν μὲ τὰ ἰδικά των σώματα καὶ δὲν μικροψυχοῦν διὰ τὴν βραδύνουσαν ἀνάστασιν, διὰ νὰ μὴ τελειωθῶσι χωρὶς ἡμᾶς [4], ἡμεῖς δὲ βαρυνόμεθα νὰ διανύσωμεν τὴν μικρὰν ταύτην ἀπὸ τῆς πόλεως ἀπόστασιν διὰ νὰ προστρέξωμεν ἐδῶ, εἰς τὸν ἱερὸν τοῦτον Ναόν [5], καὶ νὰ ἀντλήσωμεν ἐξ αὐτοῦ τὸν ψυχικὸν φωτισμόν.

Ἀλλ’ ἐὰν μέχρι σήμερον ἐδείχθημεν ἀμελεῖς ἀπέναντι τῶν Μαρτύρων ―διότι διστάζω νὰ εἴπω ὅτι ὑπήρξαμεν ἄστοργοι― ἀπὸ τοῦδε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἂς προσερχώμεθα πρὸς αὐτοὺς καὶ ἂς φωτιζώμεθα. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ τοὺς Μάρτυρας, γίνεται κοινωνὸς τῆς δόξης τῶν Μαρτύρων, γίνεται δηλαδὴ οἰκεῖος πρὸς τὸν Θεὸν τῶν Μαρτύρων· διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ τοὺς Μάρτυρας, ἀγαπᾷ καὶ τὸν Χριστόν, ἐκεῖνος δὲ ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ τὸν Χριστόν, εἶναι δυνατὸν καὶ τὴν ζωήν του νὰ θυσιάσῃ δι’ Αὐτόν, καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἀπὸ τὴν ἀγάπην ποὺ ἔχει πρὸς τοὺς Ἀθλητὰς τῆς Πίστεως, ἀνέρχεται πρὸς τὴν μεγαλυτέραν καὶ θείαν ἀγάπην πρὸς τὸν Χριστόν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Περίφημος εἶναι ὁ Ἐπιτάφιος, τὸν ὁποῖον ἐξεφώνησεν ὁ Περικλῆς πρὸς τιμὴν τῶν νεκρῶν τοῦ Αʹ ἔτους τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, καὶ τὸν ὁποῖον διέσωσεν ὁ Θουκυδίδης εἰς τὴν ἱστορίαν του.

[2] «Δικαίων δὲ ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος. Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι…» (Σοφ. Σολ. γʹ 1-2).

[3] Ἐννοεῖ τὸν Ἑωσφόρον, ὅστις ἐπαρθεὶς εἶπεν ἐν ἑαυτῷ· «Εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου…» (Ἡσ. ιδʹ 13-14).

[4] «Τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττον τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσιν» (Ἑβρ. ιαʹ 40).

[5] Ὡς ὑποσημειοῦμεν ἐν ταῖς σελίσι 258-261, τὰ ἐρείπια τοῦ Ναοῦ τούτου ἀπεκαλύφθησαν κατὰ τὰς διενεργηθείσας κατὰ τὸ ἔτος 1917 ἀνασκαφὰς ὑπὸ τοῦ καθηγητοῦ Γ. Σωτηρίου, ὅστις ἐκ τῆς περικοπῆς ταύτης τοῦ λόγου τοῦ Χωνιάτου ὡδηγήθη εἰς τὸν τόπον ἔνθα ἐνήργησε τὰς ἀνασκαφὰς (ἔνθα ἀνωτέρω σημειοῦται). Ἐν τῷ πρωτοτύπῳ ὁ Ναὸς οὗτος ὀνομάζεται πολυάνδριον.

[6] Τὸ πρωτότυπον λέγει ὅτι ἐσπαράσσετο «τιτανικῶς». Δι’ αὐτοῦ ὑπαινίσσεται ὁ Χωνιάτης τὸν Τιτᾶνα Προμηθέα, ὁ ὁποῖος ἐδέθη ἐπὶ τοῦ Καυκάσου κατὰ διαταγὴν τῶν θεῶν καὶ καθ’ ἑκάστην ἀετὸς ἐσπάρασσε τὸ ἧπαρ του, διότι παρέδωσε τὸ πῦρ εἰς τοὺς ἀνθρώπους.

[7] Βλέπε σχετικῶς ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῆς σελίδος 261.

[8] Τὸ ἐπίγραμμα τοῦτο, ὡς καὶ τὸ ἐν συνεχείᾳ ἀναφερόμενον, δὲν εἶναι ἀκριβῆ ὡς παρατίθενται ἐνταῦθα. Σχολιάζων τὸ σημεῖον τοῦτο ὁ ἀείμνηστος Σπυρίδων Λάμπρος ἀποφαίνεται ὅτι ὁ Ἱερὸς Χωνιάτης ἀπήγγειλε ταῦτα ἐκ τοῦ προχείρου καὶ ἀπὸ μνήμης, διὸ καὶ δὲν κατεχωρίσθησαν ὡς ἀκριβῶς ἔχουσι. Τὸ ἀκριβὲς κείμενον τοῦ πρώτου τούτου ἐπιγράμματος ἔχει οὕτω: «Ὦ ξεῖν’ ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ρήμασι πειθόμενοι.»

[9] Τὸ δεύτερον τοῦτο ἐπίγραμμα ἔχει κατὰ λέξιν οὕτω: «μυριάσι ποτὲ τῇδε τριακοσίαις ἐμάχοντο ἐκ Πελοποννήσου χιλιάδες τέττορες».