Διότι ὁ μὲν καρτερικώτατος Λεωνίδης ἐκρεμάσθη καὶ ὑψούμενος κατὰ τὸν χρόνον τῶν Ἁγίων Παθῶν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ὑψώθη μέχρι τοῦ οὐρανοῦ καὶ μὲ τὰς σκληροτάτας ξέσεις, τὰς ὁποίας ὑπέστη, ἡνώθη μὲ τὸν Χριστὸν καὶ συνεδέθη στενώτερον μὲ τὸν Δημιουργὸν τῶν ἁπάντων, παρ’ ὅσον ἐτεμαχίσθησαν αἱ σάρκες του καθ’ ὅν χρόνον ἐξέετο τὰς πλευράς. «Ξέετε αὐτὸν τὸν πεισματάρην», εἶπεν ὁ δικαστής, «καὶ ξεσχίζετε τοὐλάχιστον τὰς σάρκας του, ἀφοῦ δὲν ἠμποροῦμεν νὰ μεταβάλωμεν τὴν γνώμην του καὶ μὴ λυπηθῆτε οὔτε τὰ ὀστᾶ του. Ἄς σκορπισθοῦν αἱ σάρκες του ἀπὸ τοὺς δεσμούς, ἂς διαλυθοῦν τὰ ὀστᾶ του καὶ ἂς γυμνωθῇ ἀπὸ τὸν φυσικὸν χιτῶνα τοῦ σώματος ἡ ἀλύγιστος αὐτὴ ψυχή». Αὐτὰ διέτασσεν ὁ δικαστὴς καὶ ἡ διαταγή του ἐξετελεῖτο ἀμέσως καὶ ὁ Ἀθλητὴς τῆς Πίστεως, ἐνῷ ἔπασχε τὰ πάνδεινα, ἐνόμιζεν ὅτι οὐδὲν πάσχει, μᾶλλον δὲ ἐλυπεῖτο, διότι δὲν ἔπασχε περισσότερα καὶ σκληρότερα βασανιστήρια.
Ὤ γενναίου φρονήματος! Ὤ ψυχῆς ἀνικήτου! Αἱ σάρκες τοῦ Μάρτυρος κατεξεσχίζοντο καὶ αἱ φλέβες του ἀνεστομώνοντο καθὼς ἐθραύοντο καὶ ποταμοὶ αἵματος ἐσχημάτιζον λίμνην γύρω ἀπὸ τὸν Ἀθλητήν, διαβρέχοντες ὁλόκληρον τὸ σῶμα του, διότι εἰς ὅλα του τὰ μέρη ἦτο κατεσκαμμένον ἀπὸ τοὺς ξεσμούς. Ὁ Ἀθλητὴς ὅμως ἐδοκίμαζε μεγάλην χαράν, διότι ἐπίστευεν ὅτι μὲ τὴν διάσπασιν τῶν σαρκῶν του ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστόν, καὶ ὅτι ὅσον τὸ σῶμα του γυμνώνεται ἀπὸ τὰς σάρκας, ἐνδύεται τὸν Χριστὸν καὶ ὅτι δοξάζεται μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν ὅσον ἐκολυμβοῦσε μέσα εἰς τὸ αἷμα του, τὸ ὁποῖον ἐχύνετο διὰ τὸν Χριστόν, καὶ ὅτι τόσον περισσότερον ἐπλησίαζε πρὸς τὸ κατὰ Χριστὸν κάλλος, ὅσον ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν ὕλην τοῦ σώματος καὶ ὅτι ὅσον τὸ σῶμα του ἐσπαράσσετο ἀπὸ τὰ διάφορα ὄργανα τῶν βασανιστηρίων, τόσον ὡραιότερος καθίστατο καὶ εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ ἐγίνετο, φέρων ὡς ἄγαλμα τὴν κατ’ εἰκόνα Χριστοῦ ὁμοιότητα.
Καὶ ὁ μὲν γενναῖος Λεωνίδης κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐσπαράσσετο ὑπὸ τῶν ἀλιτηρίων εἰδωλολατρῶν ὡς ἄλλος Τιτὰν [6] καὶ τόσην μεγαλοψυχίαν ἐδείκνυεν, ὅσον περισσότερον διεσπῶντο αἱ σάρκες του. Τὶ ἔκαμνον δὲ αἱ γυναῖκες Μάρτυρες, αἱ ὁποῖαι ἦσαν μαζὶ μὲ τὴν χαριτωμένην Χάρισσαν; Μήπως ἀντιμετώπισαν τοὺς ἀγῶνας μὲ δισταγμὸν ἢ μήπως ἔλαβον ὑπ’ ὄψιν των τὴν γυναικείαν φύσιν των ἢ μήπως ἐφοβήθησαν τὰς βασάνους ἢ μήπως ἐδειλίασαν τὴν ὠμότητα τῶν ἀσεβῶν;