Ταῦτα ἀκούσας ὁ μυρεψὸς τῆς λέγει· «Εὐχαριστῶ σε, γυνὴ πιστοτάτη, ὅπου μοῦ ἐφανέρωσες τὴν καλήν σου παρακίνησιν· μέγαν φίλον ἔκαμες αἰφνιδίως, οὐράνιον· μὲ τὸν λόγον Του ὅλους ἁγιάζει, ὅσοι προστρέξουν εἰς Αὐτόν. Θεϊκὸν πρᾶγμα θέλεις νὰ κάμῃς, ὦ γύναι, τὸ ὁποῖον εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ τιμὴν καὶ πολὺ ὠφέλιμον, ἀλλὰ μικρὰν συμβουλὴν θέλω νὰ σοῦ δώσω καὶ ἐγὼ καὶ καταδέξου την χωρὶς καμμίαν ὑποψίαν. Γνωρίζεις καὶ σὺ καλῶς, ὅτι οἱ Φαρισαῖοι εἶναι πολὺ φθονεροὶ καὶ πονηροὶ καὶ Τὸν μισοῦν, ἐπειδὴ εἶναι φιλάνθρωπος καὶ Θεὸς μέγας καὶ συγχωρεῖ ἁμαρτίας μὲ τὴν ἰδικήν Του ἐξουσίαν καὶ εὐσπλαγχνίαν. Ἂν λοιπὸν σὲ ἴδουν, ὅτι ὑπάγεις ἐκεῖ, θέλουν κλείσει τὰς θύρας πρὸς σὲ καὶ θέλουν σὲ διώξει ὑβρίζοντες· σὺ ὅμως μὴ φοβηθῇς, ἀλλὰ γενοῦ δυνατωτέρα ἀπὸ τὴν πέτραν, διὰ τὴν ψυχήν σου. Ἐὰν εἰς τὰ πορνικὰ ἔργα ἦσο ἀναίσχυντος, πόσον μᾶλλον τώρα νὰ μὴ γίνῃς ἆρά γε διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς σου; Μέλλουσι δὲ ὅλοι οἱ θυρωροὶ καὶ οἱ ὑπηρέται, νὰ σὲ ὑβρίσουν πολύ, σὺ ὅμως καταφρόνησον ὅλα καὶ ὕπαγε μὲ θάρρος εἰς αὐτὸν τὸν Ἅγιον, μὲ πολλὴν ταπείνωσιν καὶ θέλεις εἶσαι εὐτυχής. Ἐγὼ δὲ ἔμαθα, ὅτι εἶναι σήμερον ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν οἶκον τοῦ Φαρισαίου Σίμωνος. Ὅθεν ὕπαγε ἐκεῖ μὲ θάρρος καὶ προθυμίαν καὶ θέλει προσδεχθῆ τὸ δῶρόν σου. Γνώριζε, ὅτι σοῦ δίδω μύρον βασιλικόν, τίμιον καὶ ἐκλεκτόν, ἄξιον τοῦ Σωτῆρος, ὦ πιστοτάτη γυνή. Ἄλλο μύρον δὲν εὑρίσκω ἰσώτερόν Του καὶ περισσοτέρας τιμῆς».
Λαβοῦσα λοιπὸν ἡ γυνὴ τὸ μύρον μὲ τὸ ἀγγεῖον, ἐπήγαινεν εἰς τὴν ὁδόν της μετὰ χαρᾶς καὶ ἔλεγε μὲ τον νοῦν της· «Ποῖος νὰ μοῦ δώσῃ χάριν νὰ εὕρω τὴν θύραν ἀνοικτήν, διὰ νὰ ἔμβω αἰφνιδίως νὰ πλησιάσω εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἁγίου Ἰατροῦ καὶ ἐναγκαλιζομένη αὐτούς, νὰ μὴ Τὸν ἀφήσω, ἕως ἂν λάβω τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν μου; Νὰ προσευχηθῶ εἰς τὸν Κύριον, ὅστις γνωρίζει τὰ κρύφια ὅλων καὶ πρὶν ἢ τὸν πλησιάσουν οἱ ἁμαρτωλοί, γνωρίζει διὰ ποίαν ἀφορμὴν ἔρχονται πρὸς Αὐτόν. Ὡς Θεός, ὅπου εἶναι, βλέπει τὸν λογισμὸν τῆς καρδίας μου καὶ γνωρίζει διατὶ ἐγὼ ἠγόρασα τὸ μύρον. Τὸ γνωρίζεις, σοῖ λέγω, Κύριε, διὰ νὰ ἔλθω νὰ προσπέσω εἰς τοὺς πόδας τῆς ἁγίας Σου Θεότητος, νὰ σωθῶ. Γνωρίζω, ὅτι εἶσαι Θεὸς Ἅγιος καὶ μὲ τὴν ἰδικήν Σου εὐσπλαγχνίαν σῴζεις ὅλους. Μόνον μὲ τὸ ὅτι Σὲ εἶδον εἰς τὰς ὁδοὺς ἐπίστευσα, ὅτι πάντα δύνασαι νὰ κάμῃς. Χάρισόν μοι τοῦτο, Σωτήρ, νὰ ἔλθω νὰ ἔμβω ἄνευ τινὸς φόβου καὶ ἐμποδίου ἐκεῖ ὅπου κάθεσαι».