Λόγος περὶ τῆς ΠΟΡΝΗΣ ἥτις ἤλειψε μὲ μύρον τοὺς πόδας τοῦ Κυρίου, διασκευὴ ἐκ τῶν Λόγων τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλως τοῦ Χρυσοστόμου.

ΣΗΜΕΡΟΝ ὁ Φαρισαῖος τὸν Δεσπότην εἰς δεῖπνον ἐκάλεσε ἀναμιγνύων τὴν ἀτιμίαν μὲ τὴν τιμήν, ἡ δὲ πόρνη τὸν ἐκάλεσε μὲ πολλὴν πίστιν. Διότι ὅταν ἦτο εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Σίμωνος, ἐπῆγε καὶ ἐκείνη ἡ πόρνη. Γυνὴ πόρνη εἰς τὴν χώραν; Μανιώδους ἀνθρώπου σχῆμα, ὁ κεραυνοβόλος πόλεμος, τὸ σιδηροῦν βέλος, τὸ γυμνὸν δίστομον ξίφος, ἡ παγὶς διὰ τῆς ὁποίας συλλαμβάνονται οἱ νέοι, ἡ ἀκόνη τῆς ἐμφύτου ἐπιθυμίας, ὁ παροξυσμὸς τῆς ἁμαρτίας, ἡ πλανήτρια τοῦ εὐολίσθου σώματος, ἡ ἄτιμος καὶ ἀνωφελὴς πραγματεία, ἡ τὸν ψυχικὸν θάνατον προξενοῦσα καὶ εἰς ἐκείνους, οἵτινες τὴν πωλοῦν καὶ εἰς ἐκείνους, οἵτινες τὴν ἀγοράζουν, τὸ δίκτυον τῆς νεότητος, ἡ ἀσκέπαστος παγίς· διότι οἱ τῆς πόρνης ὀφθαλμοὶ εἶναι παγὶς διὰ τοὺς δυστυχεῖς ἁμαρτωλούς.

Προσέξατε τὸ λοιπόν, ὦ φιλόχριστοι, νὰ νοήσητε καὶ ἀπολαύσητε τὴν καλὴν διήγησιν τῆς καλῆς γυναικός, πῶς διέβη ἕως ἐκεῖ, ὅπου ἤθελε, χωρὶς νὰ τὴν καλέσουν, πῶς ἐπλησίασεν ἐκεῖ ὅπου ἐκάθητο ὁ Κύριος καὶ τοῦ ἐξωμολογήθη ἐξ ὅλης καρδίας, ὅσα ἔπραξεν νὰ ἴδητε πῶς δὲν ἠσχύνθη οὔτε ἐφοβήθη ἡ ἀνδρειωμένη τὴν ψυχήν, οὔτε τὴν ταραχὴν τῶν ὑπηρετούντων, οὔτε τὴν κατηγορίαν τῶν ἐκεῖ παρισταμένων.

Δὲν ἔβαλε ταῦτα εἰς τὸν νοῦν της ἡ γυνή, ἀλλ’ ἐσκέφθη καὶ εἶπε καθ’ ἑαυτήν· ἐὰν ἐγὼ δὲν κάμω πραγματικῶς τὸ πρόσωπόν μου ὡς σιδηροῦν ἢ χάλκινον, δὲν δύναμαι νὰ σωθῶ· τώρα εἶναι καιρὸς νὰ σπεύσω, νὰ κάμω κάθε τρόπον ἐπάνω καὶ κάτω· τώρα εἶναι καιρὸς νὰ νικήσω ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος μὲ ἐπολεμοῦσεν ἕως τώρα, διὰ νὰ πάρω τῆς νίκης τὸν στέφανον παρὰ τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ. Τῶν ἀνθρώπων ἤρεσα τόσους χρόνους· τώρα εἶναι πρέπον νὰ ἀρέσω καὶ τοῦ Θεοῦ μου τοῦ Ἁγίου, μὲ ψυχὴν καθαρὰν καὶ πίστιν ἁγίαν, νὰ καθαρισθῶ δι’ Αὐτοῦ. Διὰ τὴν μισουμένην ἁμαρτίαν ἤρεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους· τώρα ἂς ἀρέσω καὶ εἰς τὸν εὐεργέτην μου διὰ τῆς μετανοίας. Ποῖον δὲ νὰ πάρω εἰς συντροφίαν πρὸς τὴν καλήν μου ταύτην παρακίνησιν, διὰ νὰ εὕρω παρρησίαν, νὰ ἐπιτύχω τὸν καλόν μου σκοπόν; Εἰς ἐμὲ φαίνεται καλὸν νὰ πάρω ἐλάχιστόν τι δῶρον, νὰ τοῦ τὸ προσφέρω καὶ οὕτω βαστάζουσα αὐτὸ εἰς τὰς χεῖράς μου, νὰ ὑπάγω πρὸς Αὐτὸν καὶ ἂν μὲ ἀποδιώξῃ τότε θέλω γνωρίσει, ὅτι δὲν εἶμαι ἀξία νὰ λάβω συγχώρησιν τῶν ἁμαρτῶν μου.

Αὐτὴν λοιπὸν τὴν παρακίνησιν ἔχουσα ἡ θαυμαστὴ γυνή, παρεφύλαττε τὸν καιρὸν καὶ εἶχεν εἰς τὴν ψυχήν της σφοδρὰν προθυμίαν πότε νὰ πλησιάσῃ εἰς τὸν Χριστόν, καὶ ἐναγκαλιζομένη τοὺς πόδας Του νὰ τοὺς φιλήσῃ μὲ πολλὴν σπουδήν.